Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)
Η ΚΥΡΑ ΦΡΟΣΥΝΗ
Ποίημα εις τέσσαρα άσματα διηρημένον[1859*]
|
Φυσάει Βορειάς, φυσάει Θρακιάς· τ’ είν’ το κακό που εγίνη
στα Γιάννινα στη λίμνη; ’Δέτε, κυράδες, θάλασσες, τ’ είν’ το κακό που εγίνη! Επνίξανε τες Δεκαφτά με την Κυρά Φροσύνη. Αχ! χαλασμός που εγίνη! Άγρια πουλάκια κι ήμερα όλα να μαζωχτείτε, ψηλά ψηλά ανεβείτε, και τινάχτε τα φτερά σας για να πέση η ομορφιά σας, και γιομίστε μαξιλάρες να πλαγιάσουν οι κυράδες κι οχ το πούπουλο να γίνει στρώμα και για τη Φροσύνη, κι απεκείθ’ η θαλασσούλα να κινεί τα κύματά της, της αυγούλας το καμάρι, κι άμμον οχ το περιγιάλι να κυλάει μια ψιχούλα, να σκεπάσει σα με φτυάρι τα περήφανα σκουτιά της. Μνήμα άφτιαστο σ’ ανθρώπους της Κυράς να συνταγίσει και τα πάθεια και τους πόνους με τη θάλασσα να σβήσει. Για σταυρό δεν έχει χρεία, γιατί εσταύρωσε τα χέρια· είναι ήσυχη και κρύα. δεν την έφαγαν μαχαίρια. Τα στήθια τα χιονάτα της γήλιος δε θα μαυρίσει. Πλυμένα με τη θάλασσα και με τα δάκρυά της, ολόλευκα κι ασπρότερα θα να φανούν στην Κρίση. Το κύμα πλένει το κορμί, τα δάκρυα την καρδιά της, η βαρυστέναχτη ψυχή θα λάβη τη γιατρειά της. * Επεχείρησα να στιχουργήσω επί τω θέματι τούτω ελπίζων ότι η εμή προς τα τοιαύτα συμπάθεια ηδύνατο να τύχη και της συμπαθείας των ομοφύλων μου. Και αληθώς η δόξα, η νυν και τον νουν και την καρδίαν μου κατέχουσα, ουδέν διαφέρει της τότε πρεσβευομένης υπ’ εμού, ότε έγραφον τα Μνημόσυνα, διότι στηρίζεται εις αλήθειαν προς εμέ αναμφίλεκτον, ότι θεμέλιον της νέας ελληνικής ποιήσεως πρέπει να ήναι η πιστή εξιστόρησις των παθημάτων και των μαρτυρίων του Έθνους, η διηνεκής του Ελληνισμού προς τον ξενισμόν πάλη. Από αλώσεως Βυζαντίου μέχρι της εθνικής ημών ανεγέρσεως διήρκεσεν ο καταστρεπτικός ούτος αγών. Εκατέρωθεν αδιάλλακτον μίσος, ακατανόητοι προσπάθειαι, αξιοθαύμαστος επιμονή. Επί τετρακόσια περίπου έτη Οθωμανοί και Έλληνες εσκήνουν εν τω πεδίω της μάχης, οι μεν ισχυρώς υπέρ του δεσποτισμού αγωνιζόμενοι, οι δε ασθενώς υπέρ της ανακτήσεως της ελευθερίας παλαίοντες και ουδέποτε ούτε αποκάμνοντες ούτε υποχωρούντες. Η εποχή αύτη δύναται ευλόγως να ονομασθή ηρωική, ως εποχή, εν η συλλαμβάνεται και κυοφορείται η μεγάλη περί εθνότητος ιδέα, αποχωριζομένη του βυζαντινού κυκεώνος και θέλουσα να υπάρξη αφ’ εαυτής, ενδυομένη νέαν ατομικότητα, νέαν ζωήν, νέον κάλλος. Από της στιγμής ταύτης διατυπούται ο χαρακτήρ του νέου Έλληνος, άρχεται η βαθμιαία ανάπτυξις και προκύπτει σαφώς ο προορισμός και το μέλλον αυτού. Εντός των ορίων τούτων πρέπει να ανιχνεύσωμεν και την αληθή πηγήν της ημετέρας ποιήσεως, ήτις, πριν ή μεταβληθή εις λυρικήν ή δραματικήν, οφείλει να λάβη ηρωικήν, τουτέστιν επικήν μορφήν. Λέγων δε επικήν, εννοώ την ποίησιν, ήτις, ανεξαρτήτως ιδιαιτέρων τινών κανόνων, στηρίζεται κυρίως εις την ιστορίαν, προτίθεται δε σκοπόν αυτής την εξύμνησιν σημαντικού τινος γεγονότος, αναγομένου εις ηρωικούς χρόνους, μυστηριωδώς περικεκαλυμμένους υπό της νεφελώδους παραδόσεως και της αμυδράς απομνημονεύσεως των χρονογράφων και των γερόντων. Διατρέχων την νεωτέραν Ελληνικήν Ιστορίαν από της πτώσεως της βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι της εθνικής ημών αποκαταστάσεως, παρετήρησα ότι αι εποχαί άπασαι συγχωνεύονται, ότι τα διαστήματα εκλείπουσι και ότι η χρονολογία αποβαίνει περιττή. Αι ημέραι πολλάκις παρέρχονται βραδύτεραι των αιώνων, οι δε αιώνες ενίοτε τελευτώσιν ως αι στιγμαί εν τω χρόνω. — Περί τας αρχάς της παρούσης εκατονταετηρίδος υπήρχον περί του Ελληνισμού οι αυτοί φόβοι ως επί Μωάμεθ του δευτέρου, ενώ περί τα τέλη της παρελθούσης υπήρχον αι αυταί ελπίδες ως εν τη παραμονή της εικοστής πέμπτης Μαρτίου του χιλιοστού οκτακοσιοστού πρώτου έτους. — Γεώργιος ο Καστριώτης φαίνεται σύγχρονος Ευθυμίου του Βλαχάβα, Αλής ο Τεβελενλής φαίνεται συνεκστρατεύων και εκπορθών την Ήπειρον μετά του Βαγιαζίτου. — Η σελίς αύτη της Ελληνικής Ιστορίας, η περιλαμβάνουσα τετρακοσίων ετών παθήματα και ελπίδας, σύγκειται εκ μιας μόνης περιόδου, βουστροφηδόν γεγραμμένης, εν η η έννοια άρχεται από του τέλους πάσης γραμμής, αναπτύσσεται βαίνουσα προς την αρχήν και από της αρχής χωρεί πάλιν προς το τέλος. Επομένως, κατ’ εμέ, είναι πάντη αδιάφορον προς τον σκοπόν της νέας ελληνικής ποιήσεως, αν το θέμα αυτής ανάγεται χρονολογικώς εις την δεκάτην έκτην ή δεκάτην εννάτην εκατονταετηρίδα, αρκεί μόνον ο χαρακτήρ αυτού να ήναι τοιούτος, ώστε να δύναται να περιληφθή εις την ηρωικήν ημών εποχήν. Επειδή δε η Ήπειρος, είτε ένεκεν της γεωγραφικής αυτής θέσεως είτε ένεκεν της φύσεως των τέκνων αυτής, υπήρξεν η ακρόπολις, το ιερόν βήμα, ένθα ο νέος Έλλην ηδυνήθη να προφυλάξη ως άρτον προθέσεως την ιδέαν της καταγωγής αυτού και τας ελπίδας του μέλλοντος, το κατ’ εμέ έκρινα εύλογον προς το παρόν εκεί να ανασκάψω προς ανεύρεσιν νέων ποιητικών εμπνεύσεων και θέματος παρέχοντος στοιχεία ικανά προς επίτευξιν του σκοπού, ον προεθέμην. Ίσως με έλκουσι προς την Ήπειρον τα οστά των προγόνων, ίσως συνείθισα εκ νεαράς μου ηλικίας να βλέπω υψούμενον ενώπιόν μου τον γηραιόν Πίνδον ως προσφιλή σκιάν τείνουσα προς εμέ την χείρα· αλλά δεν δύναμαι να αρνηθώ ότι, και αν εις μόνος παλμός απομείνη εν τη καρδία μου, θέλω αφιερώσει αυτός εις την Ήπειρον. Εκεί, πεντήκοντα έτη προ της εποχής εις ήν ανάγεται η υπόθεσις του παρόντος στιχουργήματος, εκεί είχον συρρεύση οι ανδρειότεροι οπλαρχηγοί Ακαρνάνες, Θεσσαλοί, Μακεδόνες· εκεί παρεσκευάζετο η ανήκουστος πάλη της Σελλεΐδος· εκεί ήρξατο διατυπούμενον το πρώτον περί αναστάσεως σύνθημα· εκεί έλαβον χώραν τα δεινότερα μαρτύρια, αι φρικωδέστεραι προδοσίαι, τα τολμηρότερα κατορθώματα· εκεί εγείρονται ως άλλη Βαβυλών τα Ιωάννινα, μυστηριώδες σπήλαιον, εξ ού ορμώμενοι οι μωαμεθανοί λύκοι έπιπτον κατά των γενναίων του Ελληνισμού υπερμάχων, στρατοπεδευόντων επί των μετεώρων του Πίνδου και των Αγράφων. Περί τα μέσα της παρελθούσης εκατονταετηρίδος, εν ω τα πάντα ηρέμουν, εν ω ουδέν σημείον ούτε των δεσμών την ρήξιν ούτε του Ελληνισμού την ανέγερσιν προεμήνυεν, ακούεται φωνή μεγάλη βοώσα εκ της Άρκτου και λέγουσα «Εγέρθητε!» Ήρξαντο τότε και ψευδοπροφήται να λαμβάνωσιν ανά χείρας τους χρησμούς του Αγαθαγγέλου και τας προφητείας του Λέοντος και επειρώντο παντοίω τρόπω να πείσωσι τους τλήμονας εκείνους, οίτινες ένοπλοι εγρηγόρουν και προσεδόκων πάντοτε της αναστάσεως την ώραν, ότι ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και ότι το προαγγελλόμενον ξανθόν γένος εβάδιζεν ήδη εις απελευθέρωσιν της ελληνικής φυλής. Αικατερίνη η δευτέρα εκάθητο τότε επί του ρωσσικού θρόνου, γυνή μεγαλεπήβολος, εγκυμονούσα εν τη διανοία αυτής την μεγάλην του Μεγάλου Πέτρου ιδέαν. Έστρεφεν αύτη ερωτόληπτον βλέμμα προς το Βυζάντιον και, χήρα πλήρης ευρωστίας και νεότητος, ωρέχθη της σκιάς των Παλαιολόγων και επίστευσεν ότι ηδύνατο να συζευχθή μετά του φίλου νυμφίου εις πνεύμα εν και σάρκα μίαν. Ίνα δεν νόμιμον και τέλειον καταστή το μυστήριον του γάμου, η συνέργεια και η μαρτυρία του Ελληνισμού ήτο αναπόφευκτος. Έπρεπεν εις την συνομολόγησιν του προικοσυμφώνου να υπογραφώσι μάρτυρες εκείνοι, οίτινες εδύναντο να έχωσιν αξιώσεις επί του κλήρου, ίνα τοιούτω τρόπω προκύψη ποτέ η εκουσία παραίτησις ή παραχώρησις αναντιρρήτων δικαιωμάτων. Προξενηταί εγνωσμένης ικανότητος ήρξαντο μετημφιεσμένοι να επισκέπτωνται τα όρη, τας κοιλάδας, τας μονάς της Ηπείρου. Θρησκεία και Πατρίς, τα δύο ταύτα παντοδύναμα ελατήρια πάσης ελληνικής καρδίας, ήσαν και τότε οι μοχλοί, δι’ ών επειράτο ο κόμης Ορλώφ και οι απεσταλμένοι αυτού ίν’ αποκυλίσει τον λίθον από του μεγάλου μνημείου, ένθα νήδυμον ύπνον καθηύδεν η πελασγική ψυχή. — Πατρίς και Θρησκεία επέπρωτο και μετά παρέλευσιν μιας περίπου εκατονταετηρίδος να αντηχήσωσι πάλιν από περάτων της Άρκτου μέχρι των θεσσαλικών Μετεώρων και ως άλλοι ηλεκτρικοί σπινθήρες να διοχετεύσωσι το πυρ εις τας ηπειρωτικάς καρδίας, αίτινες κατεφλέχθησαν ευθύς, ίνα ταφώσιν υπό τον σωρόν των ερειπίων της ιδίας εαυτών εκπυρσοκροτήσεως, ως εάν είχομεν ανάγκην νέων μαρτύρων και νέων περιφρονήσεων. Τίς εξ εκείνων, όσοι ένοπλοι διήγον τότε τον βίον ελεύθερον μεν, αλλά και κατεδικασμένον εις διηνεκείς και ακάρπους κακουχίας, εδύνατο να μη πιστεύση ότι η διαγελώσα εκείνη ηώς ήτο φως το αληθινόν, το μέλλον να λαμπρύνη τους ουρανίους θόλους της Αγίας Σοφίας; Και όμως ηπατήθησαν οι γενναίοι, διότι δεν ενεθυμήθησαν ότι από της Άρκτου δεν δύναται να ανατείλη ειμή εσπέριον και αμυδρόν σέλας, ουχί δε και φαεινός φοίβος της εθνικής πανηγύρεως. Και όμως επίστευσαν. Οι διασημότεροι οπλαρχηγοί της Ακαρνανίας, της Αιτωλείας, της Ελλάδος απάσης ηγέρθησαν πλήρεις θάρρους και ελπίδων ατενίζοντες το βλέμμα προς την θάλασσαν, ήτις έμελλεν επί των νώτων αυτής να φέρη τους προσδοκωμένους συμμάχους. Έβλεπον ήδη ελευθέραν την πατρικήν αυτών γην, επανερχόμενον το αρχαίον μεγαλείον· και εν ω πάντα ταύτα μεθύοντες εκ της χαράς εθεώρουν τετελεσμένα, άγνωστος έχιδνα, η Χάμκω, συνελάμβανεν εν τη επαράτω αυτής κοιλία τον όφιν, όστις επί πεντήκοντα περίπου έτη έμελλε να βασανίση το υγιέστερον μέλος του ελληνικού σώματος. Εντός του ευτελούς και πτωχού Τεβελέν εβλάστανε τότε Αλβανός τις νεανίσκος, ο Αλής, αληθής ενσάρκωσις του κακού, ανταγωνισμός θανάσιμος του Ελληνισμού, καινοφανές και παράδοξον τέρας, συγκεφαλαιούν εν εαυτώ πάντα τα ανουσιουργήματα. Ήλθεν εις τον κόσμον, ίνα σφαγιάση παν ιερόν και όσιον. Νόσος πανώλης, ήτις ολίγον έλειψε να καταφάγη άπασαν την Ελληνικήν καρδίαν. Ακατανόητος σύμπτωσις! Εν ω αφ’ ενός τα μικρά ερείπια της ελληνικής φυλής εγείρονται εκ της κόνεως πλήρη ελπίδος και μέλλοντος, αφ’ ετέρου ο Μωαμεθανισμός περιβάλλεται την σάρκα και την ψυχήν του θηρίου τούτου ως φοβεράν πανοπλίαν, ίνα εν μια τελευταία και αιμαρηρά συμπλοκή καταπνίξη τον γίγαντα και λύση το από τοσούτου χρόνου διαμένον πάντοτε μετέωρον ζήτημα. Η εμφάνισις του Αλή τούτου εν Ηπείρω δύναται να θεωρηθή ως άλλος καταστρεπτικός κατακλυσμός, αφανίζων μεν και πνίγων τα πάντα, αλλά και πλύνων και καθαίρων την ημετέραν φυλήν παντός ρύπου. Η κιβωτός της ελληνικής ελευθερίας επέπλευσεν επί των υδάτων της αβύσσου εκείνης και θαυμασίως διεσώθη, διότι Θεού δάκτυλος ωδήγει αυτήν. Την μακράν σατραπείαν του μεγάλου τούτου ελληνομάχου εμελέτησα επιμελώς, ακροώμενος πάντων, όσοι επέζησαν, και ιχνηλατών εν μέσω των διασωθεισών παραδόσεων, όπως μορφώσω περί αυτού ακριβή και καθαράν ιδέαν. Αν δεν απατώμαι, νομίζω ότι έτυχον του σκοπού. Και επειδή πρεσβεύω ότι ο τύραννος ούτος δύναται να γίνη θέμα ποιήματος, έχοντος χαρακτήρα όλως εθνικόν και βασιζομένου επί της διηνεκούς πάλης δύο ασπόνδων και αντιθέτων στοιχείων, εις ά πρέπει να στηρίζηται η νέα ελληνική ποίησις, ούτε στιγμήν εδίστασα να επιστήσω την προσοχήν μου εις τους χρόνους εκείνους όπως δυνηθώ να δράξω την καταλληλοτέραν ώραν αφ’ ενός μεν προς εξεικόνισιν του δαίμονος, αφ’ ετέρου δε προς εξύμνησιν γεγονότος εκ της ιδίας αυτού φύσεως αναγομένου εις την υψηλήν της ποιήσεως περιοπήν. Κατά το χιλιοστόν οκτακοσιοστόν πρώτον έτος επί της ήδη καθημαγμένης σκηνής των Ιωαννίνων παριστάνετο ανήκουστον δράμα, επιγραφόμενον εν τοις ηπειρωτικοίς χρονικοίς Η δ ε κ α φ τ ά μ ε τ η ν Κ υ ρ ά Φ ρ ο σ ύ ν η. Καίτοι μη παντάπασι μηδέ προς πάντας αγνώστων των αιτίων της θυσίας ταύτης, επιτραπήτω μοι όμως, χάριν πλείονος σαφηνείας, η διά βραχέων εξιστόρησις της δεινής ταύτης καταστροφής. Ήκμαζεν εν Ιωαννίνοις κόρη θαυμασίου κάλλους και περιφανούς γένους, η Ευφροσύνη. Δεν εδύνατο επομένως να μείνη άγνωστος τω Αλή, θηρεύοντι απανταχού νέα θύματα προς κόρον της ασελγείας αυτού. Υπάρχουσιν υποψίαι ότι ο Αλής επειράθη να διαφθείρη την κόρην, αλλά φοβηθείς ίσως την κοινωνικήν αυτής θέσιν απέστη προς καιρόν του ανοσίου έργου. Εν τω μεταξύ τούτω Γαβριήλ ο Γκάγκας, τότε μητροπολίτης Λαρίσσης και θείος της Ευφροσύνης, συνέζευξεν αυτήν εις γάμον μετά Δημητρίου τινός, πλουσίου εμπόρου, και ούτως ενόμισαν άπαντες ότι η περιστερά διέφυγε τους όνυχας του αδηφάγου ορνέου. Δύο τέκνα άρρενα υπήρξαν ο καρπός του γάμου τούτου, ότε ο Δημήτριος χάριν εμπορίου μετέβη εις Βενετίαν. Συνέπεσε τότε ο πρεσβύτερος υιός του Βεζύρου Αλή, ο Μουχτάρ, να ιδή την Ευφροσύνην και, τρωθείς υπό φλογερού έρωτος, επεχείρησε διά μυρίων τεχνασμάτων και προσφορών να δελεάση την σωφροσύνην αυτής. Έτυχε τέλος του σατανικού σκοπού και έντρομα τα Ιωάννινα έμαθον την αισχύνην της Ελληνίδος και εσιώπων, μη τολμώντα να αντιδράσωσι προς τα βουλάς της επαράτου εκείνης οικογενείας. Τοιουτοτρόπως εν τω βορβόρω της αμαρτίας εκυλίετο η Ευφροσύνη, τυφλωθείσα ου μόνον εκ του μεγαλείου και της ισχύος του Μουχτάρ, αλλά και εκ του έρωτος αυτού, ον ησθάνετο ομολογουμένως. Ο Αλής, όστις ήγγιζε προς το γήρας, διότι κατά την εποχήν εκείνην ήγε το εξηκοστόν πρώτον έτος της ηλικίας αυτού, εγίνωσκε τα πάντα και, αντεραστής του υιού αυτού, κατέβαλε πάσαν προσπάθειαν όπως απολαύση την Ευφροσύνην, αποσπών αυτήν από της καρδίας του Μουχτάρ. Η δε απέκρουσεν επιμόνως τον πατέρα και ούτως έρριψεν αφ’ εαυτής τον πρώτον σπόρον τής μετά ταύτα παρά του Αλή τελεσθείσης εκδικήσεως. Αίφνης ο ηγεμονεύων τότε Σελίμ αιτεί παρά του Βιζύρου των Ιωαννίνων στρατιωτικήν βοήθειαν προς κατατρόπωσιν αντάρτου τινός σατράπου της Αδριανουπόλεως. Επελάβετο της ευκαιρίας ο Αλής, ίν’ αποπέμψη τον Μουχτάρ, και, έχων μεθ’ εαυτού τον πιστόν και αρχαίον φίλον Ταχήρ, νύκτωρ εισέρχεται εις τον θάλαμον της Ευφροσύνης, εκεί δε, αφ’ ου έμεινε μόνος, προσπίπτει και αιτεί παρ’ αυτής ως ελεημοσύνην τον έρωτα, ον τοσάκις τω είχεν αρνηθή, και ματαίως εξαντλήσας πάνθ’ όσα ηδύναντο να πείσωσι την γυναίκα, αποσύρεται και καταδικάζει αυτήν εις θάνατον, επί προφάσει ότι δήθεν είχε διαφθείρη την αρετήν του Μουχτάρ. Ουδέ εις τούτο αρκούμενος, συμπεριέλαβεν εις την αυτήν καταδίκην δεκαέξ άλλας νέας Ελληνίδας εκ των διασημοτέρων οικογενειών και φίλας της Ευφροσύνης. Άπασαι επνίγησαν εν τη λίμνη. Η Ευφροσύνη, λιποθυμήσασα καθ’ οδόν, εξέπνευσεν· αλλά και νεκρά εβυθίσθη εις τα ύδατα. Τρικυμίας δε επελθούσης, πολλά των πτωμάτων, εν οις και το της Ευφροσύνης, εξεβράσθησαν υπό των κυμάτων επί την ακτήν και τότε συγγενείς και φίλοι έδραμον ίνα δώσωσι ταφήν εις τας μάρτυρας εκείνας. Η Ευφροσύνη ετάφη εν τη μονή των Αγίων Αναργύρων. Επί πολλά δε έτη επεσκίαζον τον τάφον αυτής αγριελαία και κρίνοι ευωδέστατοι. Επανελθών ο Μουχτάρ έμαθε τον θάνατον της Ευφροσύνης και εν τη μανία του ώμοσεν εκδίκησιν κατά του πατρός. Αλλά τον Αλήν δεν κατέπληττον τα τοιαύτα, και μετ’ ολίγον νέαι ασέλγειαι, νέα κακουργήματα απέσβεσαν εκ της καρδίας του Μουχτάρ την μνήμην της Ευφροσύνης. Αύτη είναι η υπόθεσις του δράματος, και, αν δεν απατώμαι, παρέχει ύλην ικανήν εις εποποιΐαν. Και πρώτον μεν μετ’ επιστασίας μελετώντες τα της εποχής εκείνης ευρίσκομεν ότι ο Αλής είχε φθάση εις τον κολοφώνα της δυνάμεως αυτού. Είχεν εξολοθρεύση διά μαχαίρας ή δηλητηρίου πάντας τους επιφόβους συγγενείς ή φίλους αυτού. Είχεν επισωρεύση θησαυρούς ανεξαντλήτους και ήδη συνελάμβανε την ιδέαν της εαυτού ανεξαρτησίας. Είχε καταστρέψη μέγα μέρος των διασημοτέρων οπλαρχηγών της Ηπείρου και εν τη υπεροψία αυτού ενόμιζεν εαυτόν ακαταδάμαστον και ικανόν να τολμήση αποινεί τα πάντα. Θρασύφρονος και πονηράς ψυχής πρότυπον παρίσταται κατά την εποχήν ταύτην ο Αλής, κεκτημένος πάσαν την σατανικήν τελειότητα. Επί του προσώπου αυτού βλέπει τις εσκιαγραφημένην την εικόνα της δορικτησίας, τον Μωαμεθανισμόν, γηράσαντα μεν, αλλά διατηρούντα εισέτι πάντα του οργανισμού αυτού τα συνθετικά στοιχεία. Ήτο ο τελευταίος ήλος της ελληνικής σταυρώσεως. Είχε σχεδιάσει τελειοτέραν του Γένους ημών υποδούλωσιν, ίνα ευκολώτερον δυνηθή μετά ταύτα να μεταχειρισθή αυτό ως τυφλόν και παθητικόν όργανον προς επίτευξιν του ιδίου σκοπού. Κατά τούτο δε το σχέδιον εργαζόμενος, τους μεν προκριτωτέρους παραλαμβάνει εις την υπηρεσίαν αυτού τους δε πολεμικωτέρους διώκει μέχρι περάτων της γης. Βλέπων την Σελλεΐδα ως στήλην πυρός οδηγούσαν τους εν τη σκοτία πορευομένους, ομνύει τον όλεθρον αυτής. Πολίχναι τινές εσώζοντο ενιαχού, δημοκρατικώτερον πολιτευόμεναι και ο Αλής, προν ον ακατανόητον εφαίνετο πώς εν τω κόσμω τούτω εδύναντο να υπάρχωσιν άτομα μη κλίνοντα τον αυχένα εις την μάχαιραν αυτού, κατέσκαπτεν αυτάς εκ συστήματος. Προς μείζονα δε επί το στυγερώτερον διαστροφήν του τέρατος τούτου συνέτεινεν ου μικρόν και η έμφυτος αυτού περιφρόνησις προς τα θεία. Πολλάκις μαινόμενος εν τη υπεροψία αυτού εξύβριζε την θεότητα και ηγωνίζετο να πείση και τους άλλους ότι πέραν του μνήματος ούτε κρίσις υπήρχεν ούτε αναπόδοσις. Τοιαύτά τινα διαλεγόμενος εξέφραζε μια των ημερών και προς τον Καναβόν, ύποπτον ήδη και εν κρυπτώ καταδεδικασμένον εις θάνατον. Αι ιδέαι, αίτινες εβλάστησαν εν μέσω των αιμάτων της μεγάλης των ογδοήκοντα εννέα επαναστάσεως, φερόμεναι επί της δορικτητικής των Γάλλων αιχμής, εισεχώρησαν και εις αυτό το σατραπείον του Αλή και συνέτειναν εις επισχυρισμόν όσων περί θεότητος επρέσβευεν. Ηρέσκετο δε τα μέγιστα ακροώμενος των ξένων τούτων και πολλά περί αθεΐας διδασκόμενος, είτε διότι πραγματικώς ησθάνετο την ανάγκην τοιούτου δόγματος, είτε διότι και υπό τινων αιρετικών Οθωμανών, ουχί άλλως δοξαζόντων, είχεν ήδη μυηθή τα τοιαύτα. Και όμως οσάκις μέγα τι και απροσδόκητον δυστύχημα ενέσκηπτεν επί την κεφαλήν αυτού, έντρομος υπό παντοίων δεισιδαιμονιών ησθάνετο επί του αυχένος βαρύν τον πιέζοντα της θείας δυνάμεως δάκτυλον και τότε μόνον κατέφευγεν εις την προσευχήν. Απορών δε τίνα Θεόν να επικαλεσθή, ποτέ μεν γονυπετής έτυπτε τα στήθη και την κεφαλήν αυτού ενώπιον της εικόνος της Θεομήτορος, ποτέ δε εδάκρυε, στενάζων ενώπιον του Ψευδοπροφήτου. Προσεκάλει μάγους, χειρομάντεις, ονειροκρίτας, συνεβουλεύετο μετ’ αυτών και δεν ησχύνετο φέρων περί τον τράχηλον και επί των ιματίων αυτού εγκόλπια και μαγικά φυλακτήρια. —Αι στιγμαί αύται ήσαν όμως σπανιώταται και συνήθως εν τη οσμή του αίματος και τη επινοήσει νέων μαρτυρίων εύρισκε την θεραπείαν της εαυτού απογνώσεως. Ενώπιον του Αλή τούτου παρίσταται η Ευφροσύνη αληθές και πιστόν σύμβολον της τότε ελληνικής κοινωνίας. Αμίαντος και καθαρά ένεκεν της καταγωγής αυτής δεν ηδυνήθη να τηρήσει ανέπαφον την παρθενικήν αυτής αγνότητα, αλλά τυφλωθείσα προς μικρόν εκ του ψευδούς μεγαλείου και του σατανικού φέγγους του διαυγάζοντος τότε εν Ιωαννίνοις, παρέδωκε την ψυχήν και την σάρκα εις χείρας των μιαρών δαιμόνων. Η τερατώδης αύτη και συμβολική μίξις, εξ ής εδύναντο να προκύψωσι δεινά αθεράπευτα, έτεινε προς ταχυτέραν πραγματοποίησιν των καταχθονίων σκοπών του τυράννου. Διό και μετά φρίκης παρατηρούμεν υπηρετούντας τότε και μετά ταύτα, είτε ως συμβούλους είτε ως οπλαρχηγούς, πολλούς των διασημοτέρων Ελλήνων. Τοιαύτη η Ευφροσύνη δεν ήθελεν είσθαι βεβαίως αξία της ελληνικής ποιήσεως. Αλλ’ η μετάνοια, η ρυομένη ψυχήν εκ θανάτου, δεν εβράδυνε να επέλθη προς ανάπλασιν της ελληνίδος γυναικός. Μόλις ο εραστής απέρχεται και μόλις εκείνη απομονούται, ευθύς αναλαμβάνει τον αληθή αυτής χαρακτήρα. Αποκρούει τον Αλήν, αποποιήται τα δώρα αυτού, αδακρυτί δέχεται τον θάνατον ως μόνον μέσον εξιλεώσεως, και τοιούτω τρόπω καθίσταται αξία του μαρτυρικού στεφάνου, ον επί του μετώπου αυτής έθεσε πενθηφορούσα η ταλαίπωρος Ήπειρος. Υπό ταύτην την έποψιν εθεώρησα την Ευφροσύνην. Η πάλη είναι προφανής. Λείπεται δε εις την ποίησιν να δείξη την νίκην του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας κατά του εξολοθρευτικού στοιχείου της Κατακτήσεως. Προς έργον τοσούτω δυσχερές ήσαν ανεπαρκείς αι δυνάμεις μου. Η μόνο ελπίς ότι, πραγματευόμενος το θέμα τούτο ηδυνάμην να ιχνογραφήσω ποίημα αληθώς ελληνικόν, ανεξάρτητον του νέου ρωμαντισμού και επωφελές άμα, καθ’ όσον διεφώτιζεν εποχήν, μεθ’ ης συνάπτεται, η πρώτη σελίς της εθνικής ημών ιστορίας, η ελπίς αύτη με ενεθάρρυνε μέχρι τέλους. Έκρινα εύλογον ν’ αντικαταστήσω αντί του Γαβριήλ, θείου της Ευφροσύνης, ουχί ισχυρώς βαστάσαντος την ποιμαντικήν ράβδον, τον Άρτης αείμνηστον Ιγνάτιον, αρχιερατεύοντα από του 1798 και γνωστόν εν πάση τη ελληνική γη διά τε την αγνότητα των ηθών και την καρτερίαν, ήν έδειξε διώκων την μεγάλην περί εθνικής αποκαταστάσεως ιδέαν. Ο μέγας ούτος συνωμότης, ο θαυμασίως διαφυγών μετά ταύτα τους όνυχας του Αλή, δύναται δικαίως να απαιτήση θέσιν εν τη ελληνική ποιήσει. Την αλήθειαν ταύτην ησθάνθην εξ αρχής, φοβούμαι δε μη τα άνθη, όσα έρρανα επί το ιερόν χώμα, το καλύπτον τα οστά αυτού, δεν είναι ούτε τόσον ευώδη ούτε τόσον ευθαλή, όσον η καρδία μου επεθύμει. —Αιωνία αυτού η μνήμη! Άλλους τινάς ασημάντους αναχρονισμούς περεδέχθην εκουσίως, ίνα μη παραλείψω γεγονότα δυνάμενα και ακτίνα φωτός να επιπέμψωσιν εις την ζοφώδη εκείνην εποχήν. Εν ενί λόγω, η ιστορική παράδοσις υπήρξεν η πυξίς, ήτις με ωδήγησεν απ’ αρχής μέχρι τέλους. ✳
Του δε περί γλώσσης πολυθρυλήτου ζητήματος, επόμενος εις την εμήν και σεβόμενος την των άλλων πεποίθησιν, ούτε αναλαμβάνω ούτ’ ήθελον αναλάβη ποτέ την ευθύνην της επιλύσεως. […] * |