Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)
Ευθύμιος Βλαχάβας
Αν ήτο πεπρωμένον ο κώδων της ελληνικής επαναστάσεως να σημάνη χρόνους τινάς προ της προσδιορισθείσης ώρας, αναντιρρήτως διά της κραταιάς χειρός του ήρωος τούτου ήθελεν ηχήσει ο φοβερός ορείχαλκος. Μυστηριώδης τις παράδοσις έρριπτεν ως ομίχλην επί των γενεθλίων του, και το προσφιλές τούτο τέκνον των θεσσαλικών ορέων εγεννήθη, ήκμασεν, ηνδρώθη, ετελεύτησε και ουδείς ουδέποτε ήκουσε παρ' αυτού τ' όνομα των γονέων του. Στρατοπεδεύων πάντοτε επί του Πίνδου, επί του Ολύμπου, επί της Όσσης, ως εξ ενέδρας έπιπτε κατά του Αλή Πασά και πολλάκις πολλαχού κατέστρεφε τα στρατεύματά του. Ηπείλει δε και αυτά τα Ιωάννινα, όπου ως εν σπηλαίω εφώλευεν η αιμοβόρος τίγρις. Μετ' αυτού συνεστράτευε πάντοτε μοναχός τις, Δημήτριος, γνωστός εν πάση τη Θεσσαλία διά τε την αγνότητα των ηθών και την προς τον Θεόν και την πατρίδα αφοσίωσίν του. Οι δύο ούτοι, εν μέσω της αγροίκου ερημίας των, υπό την σκιάν των δένδρων και εν τη σιωπή των μυροβλήτων ελληνικών κοιλάδων, συνέλαβον την μεγάλην ιδέαν της ανεγέρσεώς μας. Τίς ηδύνατο ν' αμφιβάλη περί της επιτυχίας, ή τίς ηδύνατο να δειλιάση μαχόμενος υπό την σκεπήν της σπάθης του Βλαχάβα και του σταυρού του Δημητρίου; Κατά το 1809 συνέβη η πρώτη ρήξις της υπογείου φλογός. Κατά το 1821 βοή μεγάλη και σεισμός. Κατά το 1854 νέοι μυκηθμοί και κλόνοι του ηφαιστείου. Ευτυχής όστις ίδη την τετάρτην και τελευταίαν έκρηξιν. Μαθών ο Αλήπασας ότι το στίφος του Βλαχάβα καθ' εκάστην ενισχύετο, ώρμησε κατ' αυτού επί κεφαλής δυνάμεων δεκαπλασίων και αιματώδης και φονικωτάτη συνεκροτήθη η μάχη. Είναι απίστευτα τ' ανδραγαθήματα του ήρωός μας. Αλλά δυστυχώς πολλοί απελπισθέντες τον παρήτησαν και ούτω πληγωμένος ηχμαλωτίσθη υπό τον Αλβανών, οίτινες και σιδηροδέσμιον έσυραν αυτόν εις Ιωάννινα, όπου και αδακρυτί υπέμεινεν όσα ο νους και η καρδία του φοβερού τυράννου ηδύναντο να εφεύρωσι μαρτύρια. Μετ' ου πολύ ηχμαλωτίσθη και ο ιερομόναχος Δημήτριος, όστις και διά των απαντήσεών του κατετρόμαξε τον Αλήν, ότε δι' υποσχέσεων και απειλών, πριν ή αποπέμψη αυτός εις θάνατον, επειράθη να διαφθείρη την πίστην του. Καινοφανές μαρτύριον! Διέταξε και έκτισαν αυτόν δι' ασβέστου και λίθων, αφήνοντες ελευθέραν μόνον την κεφαλήν, ίνα όσον οίον τε παρατείνη την αγωνίαν του. Όσιος και μεγαλομάρτυς λατρεύεται σήμερον εν Ηπείρω· άπαντες δε εορτάζουσι την μακαρίαν αυτού μνήμην, δοξάζοντες αυτόν ως άγιον. |
Τα δυο βουνά
Ο Όλυμπος αγάπησε την όμορφη την Όσσα, την Όσσα την περήφανη την πολυγυρεμένη. Χρόνους πολλούς την έβλεπε μ’ ερωτεμένο μάτι 5 κι εκείνη σαν κι εντρέπεται και σαν και τον φοβάται. Μια νύχτα ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, γαλήνη· λάμπουν τ’ αστέρια τ’ ουρανού, το φως τους τρεμουλιάζει, σα να ’χαν έρωτα κρυφό και φλογοκαρδιοχτύπι. Βελάζουνε τα πρόβατα, λαλούνε τα κουδούνια 10 του κοπαδιού, που βόσκοντας διαβαίνει το λιβάδι, και κάπου κάπου ακούεται του πιστικού φλογέρα να ναναρίζει ερωτικά τα δέντρα, τα λουλούδια. Μοσχοβολάει ο ανασασμός της δάφνης, της μυρτούλας, κι ο κρίνος ο περίχαρος απ’ το νερό προβαίνει 15 σαν πρόσωπο παρθενικό, που δεν το βλέπει ο ήλιος, γέρνει και καθρεφτίζεται και κάνει την αγάπη κοιτάζοντας τον ίσκιο του στου ποταμού τα βάθη. Γλυκός γλυκός αντίλαλος έφερνε το τραγούδι του Κλέφτη, που θυμήθηκε το Χρήστο το Μιλιόνη, 20 κι αγέρας, δέντρα και νερά μένουνε, λησμονιώνται και στέκουν κι ακουρμαίνονται για τον παλιό τους φίλο. Στάζ’ η δροσούλα διάφανη σαν του παιδιού το δάκρυ, λες κι έπιασε παράπονο τη νιόνυφη την πλάση, π’ άκουσε το μνημόσυνο του Χρήστου του Μιλιόνη. 25 Γιατί, βουνά μου, ανάμεσα τόσης χαράς κι αγάπης, ανάμεσα τόσης ζωής και τόσης αρμονίας, δεν άκουσα να κελαδεί μες στης ετιάς τα φύλλα και μες στο φλοίσβο του νερού ελευθεριάς η αύρα;… Τέτοια νυχτιάν εδιάλεξεν ο Όλυμπος στην Όσσα 30 να δείξει την αγάπη του, να πει τον έρωτά του. Κοιτάξετε το σαστικό πώς είναι στολισμένος! Άσπρη, μακρά η χήτη του στ’ ανδρειωμένα νώτα * περήφανα του σέρνεται και γλυκοκυματίζει. Τηνε χτενίζουνε χρυσές του φεγγαριού αχτίδες 35 και φαίνεται ξανθή ξανθή και φλωροκαπνισμένη. Φορεί φλοκάτη σύγνεφα σαν τον αφρό δροσάτα, και του Μαϊού την καταχνιά φορεί για φουστανέλα. Σπιθοβολούν και λάμπουνε στη μέση του, στον ώμο αστροπελέκι για σπαθί, βροντή για καριοφίλι. 40 Χαρά στην κόρη π’ αγαπά ο Όλυμπος ο κλέφτης! Κρυφομιλούνε τα βουνά, ολονυχτίς ρωτιώνται. Και σαν εβγήκε ο αυγερινός κι αρχίσανε τα ρόδα να ξεφυτρώνουν της αυγής ψηλά στα κορφοβούνια, ο Όλυμπος εκοίταξε την όμορφη την Όσσα, 45 την είδε που κοκκίνιζε σα ντροπαλή παρθένο, και γέρνει, γέρνει την κορφή και τη φιλεί στο στόμα. Κι ευθύς μ’ εκείνο το φιλί, που ’ναι ζωή και φλόγα, ανάφτουν, ζωντανεύουνε της νιόνυφης τα σπλάχνα, και δεν επέρασε καιρός, χρόνοι πολλοί και μήνες 50 π’ ακούστηκε σα μια βοή μες στ’ Άγραφα, στον Πίνδο τ’ αρματολού το πάτημα του φοβερού Βλαχάβα, και να φωνάζουν αϊτοί, να σκούζουνε γεράκια: «ανοίξτε, λόγγοι, να διαβεί, μεριάστε τα κλαριά σας και θα περάσει το στοιχείο, ο δράκοντας της Όσσας!» 55 Ωχ! μάνα, τ’ είναι πὄπαθες, τί σὄμελε, πατέρα, το γιο σας το μονάκριβο να μη τονε χαρείτε! Πόσες φορές τον είδατε από ψηλά στη μάχη να στρώνει δρόμο τα κορμιά κι επάνω να διαβαίνει! Πόσες φορές η Όσσα του, σαν ήταν διψασμένος 60 τὄδωσ’ αθάνατο νερό απ’ τα λευκά της στήθια καθώς βυζαίνει το παιδί της μάνας του τη ρώγα! Και πόσες άμετρες φορές τού στρώσατε τη φτέρη και τα κλαριά του πλάτανου να κοιμηθεί στον ίσκιο, και σεις τον εκοιτάζετε κι ελέγετε τα δυο σας: 65 «Χαρά στον γιο που κάμαμε, χαρά στο παλικάρι οι δυο κακογεράματοι, οι μαυροκαρδισμένοι! Σου δώκαμε το γάλα μας, πάρε και την ευχή μας, μη ξανανιώσουμε κι εμείς κι αναστηθούμε πάλε». Και τώρα, γερο-Όλυμπε και μαυρισμένη Όσσα, 70 πώς έπεσε, πώς βρίσκεται στ’ Αλήπασα τα νύχια; Ακόμα δεν ετέλειωσε, βουνά μου, η καταδίκη. Είναι βαριά, πολύ βαριά η άσπλαχνη κατάρα, κι ακόμα δεν εκλείσανε τα τετρακόσα χρόνια! Δεμένο μες στα Γιάννινα το σέρνουν το θηρίο 75 με τόσες τόσες άλυσες, που λες ότι φοβούνται τα σίδερα και τα σχοινιά μη κόψει, μη χαλάσει και πάρει πάλε τα βουνά και ποιός το μεταπιάνει; Γλήγορα τα μαρτύρια, γλήγορα την κρεμάλα!… Αλήπασα, ξεθύμανε, κι η ώρα σε πλακώνει, ✳
Ο πνεματικός
80 Κοιμώνται κι οι φονιάδες του στο χώμα ξαπλωμένοι, 90 σα λύκοι που χορτάσανε και τώρα ροχαλιάζουν. Ποιός είν’ εκειός που πέρασε σα φάντασμα, σαν ίσκιος; Ράσο κατάμαυρο φορεί και κάτου από το ράσο κάτι βαστά και τρέμοντας στο γαίμα μη γλιστρήσει αγάλι’ αγάλια περπατεί, γυρεύει τον Βλαχάβα. 95 Τον άκουσε π’ ανάσαινε και γονατίζει εμπρός του. —Θύμιε, Θύμιε! μ’ ακούς; δεν με γνωρίζεις πλέον; Ξύπνα κι οι ώρες φεύγουνε… Εδείλιασες, φοβάσαι; —Έχω καρδιά ’πό μάρμαρο και σιδερένια σπλάχνα και δείλια δε με πλάκωσε, και θάνατο δεν τρέμω. 100 Ποιός είσαι συ ο άσπλαχνος, που δεν ψυχοπονιέσαι και μου χαλάς τον ύπνο μου και κόβεις τ’ όνειρό μου; —Τρώγ’ η σκουριά το σίδερο και το νερό την πέτρα, κι εσένανε δε σ’ έφαγε τ’ Αλήπασα το δόντι; Βλαχάβα, δεν είμ’ άσπλαχνος, δεν ήλθα να χαλάσω 105 το ύστερό σου όνειρο, τον ύπνο σου να κόψω. Ακόμα δεν μ’ εγνώρισες; ακόμα δεν ανοίγεις τα μάτια σου για να με ιδείς, το στόμα να μου δώσεις ένα φιλί, γλυκό φιλί, στερνή παρηγοριά μου; —Έχω τα μάτια ολάνοιχτα και δε σε βλέπ’ ο μαύρος. 110 Μου κόψανε τα βλέφαρα εψές με το μαχαίρι και μου τα σκοτειδιάσανε με σίδερο αναμμένο. Δε σε χωρίζ’ ο δύστυχος! Μου χύσανε μολύβι μέσα στ’ αφτιά και σα βοή μὄρχεται η φωνή σου. Μου φαίνεται τρισκότιδο… Πες μου τί ώρα να ’ναι; 115 Ενύχτωσε ή στα βουνά ακόμα λάμπ’ ο ήλιος;… Πόσον αργά που φεύγουνε οι ώρες σαν μετρούνται με πόνους, με μαρτύρια και μ’ άσπλαχνη αγωνία! Πες μου ποιός είσαι; σίμωσε ν’ ακούσω τ’ όνομά σου. —Ω δυστυχιά μου! Δεν μ’ ακούς; Δε βλέπεις το Δημήτρη; 120 Αναστενάζει το θεριό, ταράζεται να κόψει τες άλυσες που δένουνε τα μουδιασμένα χέρια, για ν’ αγκαλιάσει αδερφικά τον άγιο του το φίλο. Του κάκου ν’ ανδρειεύεται… Τα σίδερα χτυπάνε κι εκείν’ η άγρια κλαγγή λες κι ήταν περιγέλιο. 125 —Δημήτρη μου, πνεματικέ… ευχαριστώ σε, Πλάστη, που μὄστειλες ανέλπιστα κι εδώ τον άγγελό σου! Κλάψε για με, Δημήτρη μου, τα μάτια μου τα μαύρα, δε βλέπεις, τα χαλάσανε και δε μπορώ να κλάψω. Έλα σιμά μου, εδώ σιμά, δώσ’ μου φιλιά χιλιάδες. 130 Εδάκρυζ’ ο καλόγερος. Τα γόνατά του τρέμουν σα να ’ταν φυλλοκάλαμο που το φυσάει αγέρας. —Πες μου, πατέρα, μοναχός ήλθες εδώ σ’ εμένα, ή μὄφερες κανένανε πιστόνε σύντροφό μας; Ποιός είν’ αυτός που με φιλεί, το στόμα μου που γλείφει; 135 —Μ’ επήρ’ ακλούθα ο σκύλος σου κι ήλθε μ’ εμέ να σ’ εύρει· ο δύστυχος σα σ’ έχασε, μ’ αγάπησε για σένα. —Θεέ μου παντοδύναμε!… τί τόση καλοσύνη; Δημήτρη μου, αν μ’ αγαπάς, μη τονε παραιτήσεις, κι απ’ το ψωμί που τρώγαμε δίνε του να χορτάσει… 140 Πατέρα μου, πνεματικέ, τρεις μέρες με σκοτώνουν και δε μου δώκανε νερό, πεθαίνω από τη δίψα. —Εδίψασε και ο Χριστός εις το σταυρό του επάνω και τὄδωκαν να πιει χολή, τα δάκρυα του κόσμου. Κι εγώ σού φέρνω ουράνιο νερό να ξεδιψάσεις. 145 Πιε το, παιδί μου, χόρτασε. Η βρύση που το δίνει ποτέ της δεν εστρέφεψε, ποτέ δε θα στρεφέψει. Είν’ η καρδιά του Ιησού ωκεανός μεγάλος. Παιδί μου, μην αμάρτησες; Ανάμεσα στον πόνο μη σὄφυγε παράπονο, μη δάκρυ, μη κατάρα; 150 —Όχι, πατέρα, πίστεψε. Δε μὄφυγ’ ένας λόγος, που να ’τανε βαρύγνωμο για τη σκληρή μου μοίρα. Εψές το βράδυ μοναχά μου πέρασ’ απ’ τη μνήμη το αίμα τ’ αξετίμητο του Όλυμπου, του Πίνδου, γιατί, πατέρα, ηθέλησα να ιδώ τη Θεσσαλία 155 ελεύθερη, στα σύγνεφα να σκώσει το κεφάλι… Πνεματικέ, τί όμορφη οπού ’ναι η Θεσσαλία! Εψές την εθυμήθηκα, την είδα στ’ όνειρό μου σε μια παρθένο αγγελική τα μαύρα φορεμένη. Εχτύπησ’ η καρδούλά μου… αστόχησα τον Πλάστη 160 κι εδάκρυσε το μάτι μου… Μην έκαμ’ αμαρτία;… —Όχι, παιδί μου, μη φοβού, το αίμα το δικό μας σαν τη βροχή της άνοιξης το χώμα θα ποτίσει, για να φυτρώσει ελευθεριά, επλάκωσεν η ώρα… Εμείς θα να κοιμώμεθα βαθιά βαθιά στο μνήμα 165 και θα ν’ ακούμε τη βοή του φοβερού πολέμου, τον κρότο, την ποδοβολή, τη χλαλοή της νίκης επάνω από το χώμα μας να τρέχει, να διαβαίνει, και τα παιδιά μας θα ’ρχονται ελεύθερα, Βλαχάβα, να μας σχωρούν στην εκκλησιά και να μας μνημονεύουν. 170 Εσίγησ’ ο καλόγερος. Το Θύμιο κοιτάζει και βλέπει που τα λόγια του τον είχανε ταράξει, κι έτρεμεν όλος κι άρχιζε σα να ψυχομαχάει. Το χέρι του άπλωσ’ ο παπάς επάνω στο κεφάλι και του διαβάζει μιαν ευχή και τρις τον ευλογάει. 175 —Παιδί μου, σχώρεσε κι αυτούς, που σ’ έχουν μαρτυρέψει. —Καλύτερα την κόλαση παρά να τους σχωρέσω. —Βλαχάβα, εβλαστήμησες, έδιωξες το Θεό σου. Συχώρεσέ τους… Τ’ είσαι συ και θα γενείς αντάρτης; Εμπρός σε κείνο πὄχυσες, το αίμα σου δεν είναι 180 παρά μικρή σταλαματιά σ’ ένα βαθύ ποτάμι, κι ακόμα δεν εχόρτασες; Ποιός είσαι συ Βλαχάβα; —Είμαι παιδί του Όλυμπου, δε με γνωρίζεις τάχα; —Βλαχάβα, ή συχώρεσε ή πάρε… τον… αφόρε… Δεν έσωσε ο καλόγερος και μια φωνή σβησμένη 185 ακούστηκε, που πέταξε κρυφά κρυφ’ απ’ το στόμα του Θύμιου και πὄλεγε· «Θεέ μου, σχώρεσέ τους». Ενίκησ’ ο καλόγερος τ’ άγριο το λιοντάρι. —Μεταλαμβάνει του Θεού ο Θύμιος ο δούλος… Τα μαραμένα χείλη του ο μάρτυρας ανοίγει 190 και καταπίνει μια ζωή γι’ άλλη ζωή που φεύγει. —Πατέρα μου πνεματικέ, θέλ’ από σε μια χάρη· μες στην κορφή του κεφαλιού έχω χρυσές τρεις τρίχες, ξερίζωσέ τες, πάρε τες και σύρ’ απ’ όνομά μου να δώσεις μια του Όλυμπου, να δώσεις μια του Πίνδου 195 και τη στερνή της μάνας μου της Όσσας να τη δώσεις. Και πες τους πως κληρονομιά στον κόσμο δεν είχ’ άλλη, και πως μ’ αυτές τούς έστειλα τα νιότα, την ανδρειά μου, για να μην έλθουνε μ’ εμέ στο λάκκο και τες φάγει το χώμα, που ’ναι λαίμαργο και π’ όλα καταπίνει… 200 Να τες φορέσουν φυλαχτό… να μη με λησμονήσουν… να θυμηθούν… π’ αρνήθηκα… γι’ αγάπη τους… τον κόσμο. Γέρνει μεμιάς το μέτωπο, γέρνει κι αποκοιμιέται, τον ευλογάει ο παπάς, στερνό φιλί του δίνει, κι εκεί που τον εφίλησε, κρυφά κρυφά του λέει: 205 «παιδί μου, αύριο κι εγώ θα νά ’λθω στο πλευρό σου». Φεύγει ο παπάς· το λείψανο έμεινε μοναχό του· οι λύκοι δεν εξύπνησαν, τριγύρω του κοιμώνται, λες και το παραστέκουνε, λες και το ξενυχτάνε. ✳
Το λείψανο
Και τέτοια ήταν η ορμή, το τρέξιμο, η μανία, που ξεκολλούν, που πέφτουνε οι τρίχες με το δέρμα κουβαριασμένες, λιγδερές, με γαίμα ζυμωμένες. Ω τί κατάρα, Πλάστη μου, τί άσπλαχνη κατάρα! 220 Δε θά ’λθει μέρα και καιρός που του Βλαχάβα οι τρίχες να γένουν άλυσες βαριές, σχοινί, θηλιά, κρεμάλα; Ο Όλυμπος σαν έμαθε το μήνυμα το μαύρο εσήκωσε ψηλά, ψηλά την κορυφή στα γνέφη να ιδεί μέσα στα Γιάννινα το Θύμιο το γιο του. 225 Κλείσε, βουνό, τα μάτια σου, πατέρα, μη κοιτάζεις και βλαστημήσεις άθελα του Πλάστου σου το χέρι, που σ’ έχτισε θεόρατο, ψηλότερο από τ’ άλλα και γίγαντα, για να θωρείς, από ψηλά να βλέπεις να σέρνονται τα σπλάχνα σου και να καταφρονιώνται. 230 Μαυρίζει ο γερο-Όλυμπος, θολώνει, μελανιάζει και κρύβεται στα σύγνεφα κι αστράφτει και βροντάει. Είναι τρομάρα του βουνού τ’ άγριο καρδιοχτύπι! Ωστόσο οι λύκοι τρέχουνε πάντα μ’ ορμή, με βία και σέρνουνε το πτώμά του και σκούζουν και γελούνε. 235 Η σάρκα του, τα σπλάχνα του, σπλάχνα που τα ’χε ανάψει φλόγα και θέρμη άσβεστη, ελευθεριάς μανία, σκορπάνε από τα στήθια του λαχταριστά κι αχνίζουν. Άλλοι φονιάδες ακλουθούν το λείψανο αποπίσω, βλαστήμιες και περίγελα ακούς για ψαλμωδία. 240 Ανάμεσά τους φαίνεται κρυμμένος ένας σκύλος, που συντροφεύει από μακρά τη φοβερή κηδεία. Το αίμα μη του μύρισε κι ήλθε να ξεδιψάσει;… Ω κλάψτε, κλάψτε τον πιστό το σκύλο του Βλαχάβα! Δειλιάζουνε και η τριχιά τούς κόβεται στα χέρια… 245 Τότ’ ένας γύφτος έσκουξε και σταματήσαν όλοι. Έβγαλε το μαχαίρι του, το λάρυγγα χαράζει κι αφού περνά τα δάχτυλα μες στην τομή που χάσκει, ανασηκώνει τεχνικά το φοβερό κεφάλι, και με δυο γύρους πὄδωκε στο κοφτερό λεπίδι, 250 το χώρισε, το σήκωσε, το δείχνει… Φεύγουν όλοι. Ρίχνει το μάτι ολόγυρα, βλέπει σιμά μια πέτρα, επάνω της το πίθωσε και ρίχνεται και τρέχει. Και κάθε λίγο φεύγοντας γυρίζει και κοιτάζει μη ζωντανέψ’ η κεφαλή και τονε πάρει ακλούθα. 255 Ενύχτωσε κι εφύγανε χορτάτα τα θερία. Ο σκύλος μόνος έμεινε. Ξαπλώνεται στο χώμα και βόγκει, βόγκει ο δύστυχος απ’ την πολλή την πίκρα. Σαν ήλθαν τα μεσάνυχτα μεμιάς ορθός πετιέται και με το στόμα μάχεται να φθάσει το κεφάλι. 260 Κι αιμάτωνε και πλήγιαζε τα έρμα του τα νύχια, που ξεκολλούν και πέφτουνε σγαρλίζοντας την πέτρα. Είναι ψηλά, δεν έφθανε. Τεντώνεται, κρεμιέται, γλιστρά και πέφτει, σκώνεται, ορμά, πηδάει ακόμα ανδρειωμένο πήδημα κι ανέλπιστ’ ανεβαίνει. 265 Αρπάζει μες στα δόντια του το φοβερό κεφάλι κι αντάμα φεύγουνε τα δυο, παίρνουν βουνά και λόγγους. Κι εκείθε που διαβαίνουνε, ξαφνίζονται τα δέντρα και το ’να τ’ άλλο ρώταγε, ο πεύκος τα πλατάνια, το κυπαρίσσι την ετιά και η φτελιά τη δάφνη: 270 «Ποιός να ’ν’ εκειός που πέρασε; Μην ήταν ο Βλαχάβας;» Και γέρνουνε να τον ιδούν, κι εκείνος πάντα φεύγει. Και προς τα ξημερώματα φθάνει ψηλά στην Όσσα, ψηλά, ψηλά, κατάκορφα, ανάμεσα στα χιόνια και σκάφτει λάκκονε βαθύ και χώνει το κεφάλι 275 κι εκεί σιμά του απλώνεται και πέφτει να πεθάνει. Χαρά στο χιονοκρέβατο, το μνήμα του Βλαχάβα! Η μάνα, που τον έκαμε, τα σπλάχνα της ανοίγει και σαν παιδί μες στην κουνιά να κοιμηθεί του στρώνει. Αχ! πότε θά ’λθει ένας καιρός ο ήλιος ν’ ανατείλει 280 τόσο ζεστός και φλογερός, που το βουνό ν’ ανάψει, να λιώσουνε τα κρούσταλλα και τα πολλά τα χιόνια, για να φανεί πάλε ψηλά στη ράχη το κεφάλι, να ξαφνιστούν τα Γιάννινα και να το προσκυνήσουν, ν’ αναστενάξ’ η Αρβανιτιά, κι η έρμη Θεσσαλία 285 να ιδεί τη νεκρανάσταση και να τηνε γιορτάσει; Μες στην κοιλιά της μάνας σου, Βλαχάβα μου, κοιμήσου. Θα νά ’λθ’ η ώρα κι η στιγμή τη μήτρα της ν’ ανοίξει η Όσσα η περήφανη να σε γεννήσει πάλε· και θά βγεις ολοζώντανος και θα να ξεφυτρώσεις 290 σα σπόρος που δε σέπεται θαμμένος μες στο χιόνι κι όπ’ όσο στέκεται στη γη τόσο βαθιά ριζώνει. |