Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)
Η φυγή
Το επόμενον γεγονός ανάγεται εις την καταστρεπτικήν μάχην της 20 Ιουλίου του 1792 και εις την φθοράν, ήν υπέστησαν τα στρατεύματα του Αλή Πασά υπό των Σουλιωτών, στρατηγούντος τότε του αειμνήστου Λάμπρου Ζαβέλλα. Περιττόν ν’ αναφέρη τις ενταύθα τα καθέκαστα της αθανάτου νίκης. Μόνον ενθυμίζομεν ότι τοιούτος υπήρξε την ημέραν εκείνην ο τρόμος του Αλή, ώστε παραιτήσας το πεδίον της μάχης διέρρηξε δύο ίππους, φεύγων ανάνδρως εις Ιωάννινα, ένθα και, θάνατον απειλών, απηγόρευσεν εις πάντας να μη εξέλθωσι των οικιών επί δεκαπέντε όλας ημέρας, ίνα μη ίδωσι και μαρτυρήσωσι την αθλίαν και οδυνηράν κατάστασιν της τόσον καιρίως τραυματισθείσης στρατιάς του. Άλλος ας υμνήση την ακαταμάχητον ανδρείαν των Σουλιωτίδων αμαζόνων και την πολεμικήν μέθην του Λάμπρου. Εγώ ευαρεστούμαι μάλλον εις την καταισχύνην του τυράννου, ον παραχώρησις θεία είχε πέμψει τελευταίαν βάσανον εις το Ελληνικόν έδαφος, όπως υπό την μάχαιραν αυτού πληρώσωμεν τέλος άπαντα τα προπατορικά πλημμελήματα και ούτως αμώμους και παντός ρύπου κεκαθαρμένους παραλάβη ημάς κοινωνούς του θείου και μυστικού αυτής δείπνου η αληθής θεότης του κόσμου τούτου, η Ελευθερία. |
«Τ’ άλογο! τ’ άλογο! Ομέρ Βριόνη, το Σούλι εχούμησε και μας πλακώνει. Τ’ άλογο! τ’ άλογο! ακούς, σουρίζουν ζεστά τα βόλια τους, μας φοβερίζουν. 5 »Γιά ιδές σα δαίμονες μας πελεκάνε! Κάτου απ’ το βράχο τους πώς ροβολάνε! Δες τα κεφάλια μας, δες τα κουφάρια κυλάνε ανάκατα σα να ’ν’ λιθάρια. »Τ’ άλογο! τ’ άλογο! Ακούς πώς σκούζουν! 10 Οι λύκοι φθάσανε, ρυάζονται, γρούζουν. Άνοιξ’ η κόλαση και μου ξερνάει τον μαύρον κόσμο της για να με φάει. »Βριόνη, πρόφθασε· ακόμη ολίγο, κι από τα νύχια τους δε θα ξεφύγω. 15 Τ’ άλογο!… Γνώρισα τη φουστανέλα του εχθρού μου τ’ άσπονδου Λάμπρου Τζαβέλα. »Δεν τονε βλέπετε; Σα Χάρος φθάνει ψηλ’ ανεμίζοντας το γιαταγάνι. Νιώθω το χέρι του μες στην καρδιά 20 που πάει σπαράζοντας τα σωθικά. »Ανεμοστρόβιλος, θεοποντή, όλα σα σίφουνας θα καταπιεί. Το μάτι επάνω μου άγρια στυλώνει, μαχαίρι δίκοπο μέσα μου χώνει. 25 »Κρύο το σίδερο χωνεύει, σφάζει. Ακούτε, ακούτε τον πώς μου φωνάζει. Νιώθω το χνότο του φωτιά ζεστό, πὄρχετ’ επάνω μου σα να ’ναι φιο. »Τ’ άλογο! τ’ άλογο, Ομέρ Βριόνη. 30 Ο ήλιος έπεσε, νύχτα σιμώνει… Άστρα, λυτρώστε με· αυτή τη χάρη ζητάει ο Αλήπασας, πιστό φεγγάρι.» ✳
Εμπρός του στέκεται καμαρωμένο, μαύρο σαν κόρακας, χρυσά ντυμένο, 35 άτι αξετίμωτο, φλόγα, φωτιά, καθάριο αράπικο, το λεν Βοριά. Χτυπάει το πόδι του, σκάφτει το χώμα, δαγκάει το σίδερο πὄχει στο στόμα. Ρουθούνια διάπλατα και τεντωμένα 40 αχνίζουν κόκκινα σαν ματωμένα. Ακούει τον πόλεμο και χλιμιτάει. Τ’ αφτιά του τέντωσε, άγρια τηράει. Ολόρθ’ η χήτη του, ολόρθ’ η ορά, λυγάει το σώμα του σαν την οχιά. 45 Σκώνεται λαίμαργο στα πισινά του. Λάμπουν τα νύχια του, τα πέταλά του. Λες και δεν έγγιζε κάτου στη γη… Κρίμα που το ’θελαν για τη φυγή!… Ο Λάμπρος το ’βλεπε κι από τη ζήλια 50 κρυφ’ αναστέναξε, δαγκάει τα χείλια: «Άτι περήφανο, να σ’ είχα γω, μέσα στα Γιάννινα ήθελα μπω». Ωστόσ’ ο Αλήπασας, από τον τρόμο, τα χήτη του άρπαξε, πετάει στον ώμο… 55 Σα βόλι γλήγορο, σαν αστραπή, το άτι χάθηκε με τον Αλή. ✳
Φεύγουνε, φεύγουνε! Δίκαιη κατάρα! Τους εκυνήγαε αχνή τρομάρα· νύχτα κατάμαυρη και συγνεφιά 60 γύρω τους στέκονται για συντροφιά. Λόγγους περάσανε, χαντάκια μύρια. Αίματα στάζουνε τα φτερνιστήρια· αφρούς σα θάλασσα τ’ άλογο χύνει, σκιάζεται ο Αλήπασας, καιρό δε δίνει. 65 Καθώς διαβαίνουνε, τρίζει ένα ξύλο, φυσάει ο άνεμος, πέφτει ένα φύλλο, πουλάκι επέταξε, φεύγει ζαρκάδι, νεράκι πὄτρεχε μες στο λαγκάδι· όλα ο Αλήπασας, όλα τρομάζει, 70 κρύος ο ίδρωτας βρύση τού στάζει. Τ’ άλογο αφτιάζεται, δεν ανασαίνει, τα πόδια εστύλωσε, λύκος διαβαίνει, και κειος τα δάχτυλα σφίγγει στη σέλα, τα μάτια του έβλεπαν παντού Τζαβέλα. 75 Παντού τού φαίνονται πως είν’ κρυμμένα σπαθιά που λάμπανε ξεγυμνωμένα. Μακριά τα γένια του, άσπρα σα χιόνι, τα παίρνει ο άνεμος, σκόρπια τ’ απλώνει εμπρός στο στόμα του και στο λαιμό, 80 λες και τον έχουνε για πινιμό. Καθώς τα κύματα με τη νοτιά τη νύχτα χάνονται στη σκοτεινιά, και δεν χωρίζουνε παρά οι αφροί των ψηλά που ασπρίζουνε στην κορυφή των, 85 έτσι και τ’ άλογο κείνο το βράδυ σαν κύμα διάβαινε μες στο σκοτάδι, κύμα ολοφούσκωτο και σκοτεινό, πὄχει τ’ Αλήπασα τα γένια αφρό. Φεύγουνε, φεύγουνε! Πάντα τρεχάτοι. 90 Φθάνει, κι εδείλιασε το μαύρο τ’ άτι, φθάνει, και τρέμουνε τα γόνατά του· ακούς πώς βράζουνε τα σωθικά του! Λυσσάει ο Αλήπασας και βλαστημά. Το φτερνιστήρι του χώνει βαθιά. 95 Το άτι φούσκωσε, βαριά μουγκρίζει, δίνει ένα πήδημα και γονατίζει. Η καρδιά μέσα του χτυπάει σφυρί, τ’ αφτιά του γέρνουνε, πέφτει στη γη. Σπαράζει, ανδρειεύεται και ροχαλιάζει, 100 απ’ τα ρουθούνια του το αίμα στάζει. Κι εκεί που τ’ άλογο ψυχομαχάει, βουβός στη λύσσα του ο Αλής τηράει, τηράει ανήσυχος, αχνός, να ιδεί. Τ’ αφτιά του ετέντωσε ν’ ακουρμαστεί. 105 Ακόμα σκιάζεται του εχθρού τα βόλια, και αρπάζει τρέμοντας τα δυο πιστόλια. Τ’ άτι το δύστυχο δίπλα στο χώμα χτυπιέται, δέρνεται, βογκάει ακόμα, και δεν τον άφηνε καλά ν’ ακούσει 110 αν κείνοι οι δαίμονες τον κυνηγούσι. Άφριασ’ ο Αλήπασας, καίετ’, ανάφτει. Τα βόλια τὄφτεψε μες στο ριζαύτι. Τ’ άτι εταράχτηκε σαν το στοιχειό και μ’ ένα μούγκρισμα μένει νεκρό. 115 Το μάτι ακίνητο και καρφωμένο έμειν’ επάνω του θολό, σβημένο. ✳
Ακούει πατήματα, φωνές πολλές… Αχ! τον επρόδωκαν οι πιστολιές! Σιμώνει ο θόρυβος, το αίμα του πήζει, 120 έπιασε τ’ άλογο για μετερίζι. Γιομίζει τ’ άρματα, και στο μαχαίρι σιγά και τρέμοντας ρίχνει το χέρι. Ακούει που φώναζαν «Βιζίρη Αλή». Κι εκείνος έλιωνε σαν το κερί. 125 Πάλε φωνάζουνε! Κάθε φορά ακούετ’ ο θόρυβος πλέον σιμά. Το μάτι ολάνοιχτο ο Αλής καρφώνει: «Βοήθα με», φώναξε, «Ομέρ Βριόνη!» Έτσι ο Αλήπασας κυνηγημένος 130 μπαίνει στα Γιάννινα σαν πεθαμένος. Όσο κι αν έζησεν, η φουστανέλα του Λάμπρου τὄστεκε στα μάτια φέλα. |