Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Νάνι νάνι

Αγγελοκάμωτο παιδί, πέσε στην αγκαλιά μου, πέσε γλυκά να κοιμηθείς·

δεν ξεύρεις πώς σπαράζουνε 5 τα μαύρα σωθικά μου, στα στήθια μου σαν απλωθείς.

Έλα, ψυχή μου, κοίταζε· η μάνα σου η καημένη, γυμνή και χιονισμένη,

10 με τα μακρά μαλλάκια της, γιά ιδές, θα σε σκεπάσει, μην η δροσιά σε πιάσει.

Έλα, παιδί μου, κι οι ορφανοί σαν στέκουν κι αγρυπνούνε 15 δύσκολα λησμονούνε.

Έλα να σε κοιμήσουνε στη ζέστη τσ’ αγκαλιάς μου οι χτύποι της καρδιάς μου.

Να ’ξευρες πότ’ εξύπνησε 20 σήμερο την αυγούλα η μαύρη σου η μανούλα!

Τα γόνατά μου ετρύπησαν δυο ώρες πεσημένη εμπρός εις την Παρθένο μας… Εσύ κι αυτή μού μένει. Έκλαψα μαύρα δάκρυα. Όχι για με, παιδί μου. 25 Ετάχθηκα στη Χάρη της για σε, γλυκό πουλί μου, το γάλα να μη χάσω!

Παρθένο μου! Παρθένο μου! Πάρε με να μη φθάσω να ιδώ το μαύρο τ’ ορφανό αχνό και πεινασμένο στα μαραμένα στήθια μου να κλαίει κρεμασμένο!

30 Έλα, παιδί μου, ελπίδα μου, έλα και σε νυστάζει. Κοιμήσου κι η μανούλά σου έξυπνη σε κοιτάζει. Είναι πικρά τα χείλη μου, φαρμάκ’ είν’ η καρδιά μου, από τη φτώχεια τρέμουνε τ’ άχαρα κόκαλά μου… Έλα, παιδάκι μου μη κλαις. Πέσε να σε κοιμίσω. 35 και να σε ναναρίσω.

Νανάρισμα

Φύσ’ αγεράκι δροσερό μες στων δενδρών τα φύλλα. Πάρ’ απ’ τα ρόδα τον ανθό απ’ τη μηλιά τα μήλα 40 και φέρ’ τα στο παιδάκι μου. Είναι καλό και κάνει ήσυχο νάνι νάνι.

Αρχίνησε το λάλημα, αηδόνι ερωτεμένο, 45 νανάρισέ το, το φτωχό είν’ αποκοιμημένο σαν τη γλυκιά σου συντροφιά μες στη φωλιά σαν κάνει τη νύχτα νάνι νάνι.

50 Άνοιξε νυχτολούλουδο, άνοιξε και μη κλείσεις, την όμορφή σου μυρωδιά ωσότου να τη χύσεις όλη μες στα μαλλάκια του. 55 Το μαύρο, ιδές πώς κάνει μαζί μου νάνι νάνι.

Παίζει τ’ αγέρι του Μαγιού μέσα στον καλαμιώνα, γελούνε τ’ άνθη, τα νερά, 60 λαλεί η νεροχελώνα. Ευτυχισμέν’ είμαι κι εγώ στα στήθια μου σαν κάνει, το μαύρο, νάνι νάνι.

Και σεις με τα χρυσά φτερά, 65 ονείρατά μου, ελάτε στο έρμο το καλύβι μας, αγάλια αγάλια εμβάτε, σιγά, μη το ξυπνήσετε· κοιτάξετε πώς κάνει 70 άγγελος νάνι νάνι.

Ονείρατα είναι του φτωχού η συντροφιά, η ελπίδα· της χήρας η παρηγοριά, ο ήλιος, η αχτίδα. 75 Ελάτε, μην αφήσετε τη μάνα του που κάνει μαζί του νάνι νάνι.

Αποκοιμήθη το μικρό, κι η μάν’ αποκοιμήθη βαστώντας το σφιχτά σφιχτά στα μητρικά της στήθη.

80 Ευλογημένο τρεις φορές της χήρας το κρεβάτι! Ευλογημένο τρεις φορές! Κι ανάθεμα στο μάτι οπού κοιτάζ’ ατάραχο μικρό παιδί σαν κάνει στην αγκαλιά της μάνας του τη νύχτα νάνι νάνι.