Α΄
Η φτωχή
—Ελεημοσύνη, Χριστιανοί, κάμετ’ ελεημοσύνη·
έτσι ο Θεός παρηγοριά κι αγάπη να σας δίνει.
Ελεημοσύνη κάμετε στην έρημη τη χήρα!
Φτωχή γυναίκα εφώναζε σ’ άλλης φτωχής τη θύρα.
5 —Η νύχτα, τ’ αστραπόβροντα, το χιόνι δεν μ’ αφήνει
να πάγω εμπρός. Χριστιανοί, κάμετ’ ελεημοσύνη!
Ανοίξετέ μου, απέθανα… Κι εγώ Θεό λατρεύω.
Ανοίξετέ μου, Χριστιανοί, έμαθα να νηστεύω,
και το ψωμί σας δεν ζητώ, δεν θέλω να το πάρω.
10 Φτωχός φτωχόνε συμπονεί· γλιτώστέ με απ’ το Χάρο.
Με φθάνουνε δυο κάρβουνα, με φθάνει το φιτίλι
που κάθε βράδυ ανάφτετε, που καίτε στο καντήλι
εμπρός στη μάνα του Θεού, εμπρός εις την Παρθένο…
Ελεημοσύνη, λίγο φως… προφθάστε με… πεθαίνω…
Β΄
15 —Μάνα μου, ξύπνα, δεν ακούς; στη θύρα μας χτυπάνε.
—Αγέρας δέρνει τα κλαριά του λόγγου και βογκάνε.
—Σκιάζομαι, μάνα, σαν πουλί φεύγει πετά η καρδιά μου.
—Είναι σκυλιά που ρυάζονται· πέσε στην αγκαλιά μου.
—Άκουσα κλάψες και φωνές.
20 —Θα τά ειδες στ’ όνειρό σου,
κοιμήσου, γύρισ’ απεδώ και κάμε το σταυρό σου.
Γ΄
—Ακούω στη θύρα μας σα βογκητό,
σαν ψυχομάχημα· θα πάω να ιδώ.
Σκώνεται η δύστυχη και πάει να ιδεί.
25 Στο χώμα κοίτεται ένα κορμί.
Αχνό το πρόσωπο και τα μαλλιά
ξήπλεγα σέρνονται στην τραχηλιά,
τα χέρια κρούσταλλο, σιδερωμένα
μέσα στον κόρφο της τα ’χει χωμένα.
30 —Παιδί μου, πρόφθασε, δώσ’ μου βοήθεια·
εκείνα π’ άκουσες ήταν αλήθεια.
Στα χέρια γλήγορα την ξένη παίρνουν
και στο κρεβάτι τους την συνεφέρνουν.
—Σύρτε, παιδάκια μου, ν’ αναπαυθείτε.
35 Είναι μεσάνυχτα, θα κοιμηθείτε.
—Καλό ξημέρωμα, καλή αυγή,
κοιμήσου ήσυχη, μαύρη φτωχή!
Αντάμα επέσανε μάνα, παιδί,
τα μάτια εκλείσανε σ’ ύπνο βαθύ.
40 Η ξένη η δύστυχη δεν κλει το μάτι.
Τί να την ήβρηκε μες στο κρεβάτι;
Δ΄
Ο βρικόλακας
—Πες μου τί στέκεσαι, Θανάση, ορθός,
βουβός σα λείψανο στα μάτια εμπρός;
Γιατί, Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ;
45 Ύπνος για σένανε δεν είν’ στον Άδη;
Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί…
Βαθιά σ’ ερίξανε μέσα στη γη…
Φεύγα, σπλαχνίσου με! Θα κοιμηθώ.
Άφες με ήσυχη ν’ αναπαυθώ.
50 Το κρίμα πὄκαμες με συνεπήρε.
Βλέπεις πώς έγινα. Θανάση, σύρε.
Όλοι με φεύγουνε, κανείς δε δίνει
στην έρμη χήρα σου ελεημοσύνη.
Στάσου μακρύτερα… Γιατί με σκιάζεις;
55 Θανάση, τί έκαμα και με τρομάζεις;
Πώς είσαι πράσινος… μυρίζεις χώμα…
Πες μου, δεν έλιωσες, Θανάση, ακόμα;
Λίγο συμμάζωξε το σάβανό σου…
Σκουλήκια βόσκουνε στο πρόσωπό σου.
60 Θεοκατάρατε, γιά ιδές, πετάνε,
κι έρχονται επάνω μου για να με φάνε.
Πες μου πούθ’ έρχεσαι με τέτοι’ αντάρα;
Ακούς τί γίνεται, είναι λαχτάρα.
Μέσ’ απ’ το μνήμα σου γιατί να βγεις;
65 Πες μου πούθ’ έρχεσαι, τ’ ήλθες να ιδείς;.
Ε΄
—Μέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά
κλεισμένος ήμουνα τέτοια νυχτιά,
κι εκεί που έστεκα σαβανωμένος
βαθιά στο μνήμα μου συμμαζωμένος,
70 Έξαφνα επάνω μου μια κουκουβάγια
ακούω που φώναζε: «Θανάση Βάγια,
σήκου κι επλάκωσαν χίλιοι νεκροί
και θα σε πάρουνε να πάτ’ εκεί.»
Τα λόγια τ’ άκουσα και τ’ όνομά μου.
75 Σκάνε και τρίβονται τα κόκαλά μου.
Κρύβομαι, χώνομαι όσο μπορώ
βαθιά στο λάκκο μου, μη τους ιδώ.
«Έβγα και πρόβαλε, Θανάση Βάγια,
έλα να τρέξομε πέρα στα πλάγια.
80 Έβγα, μη σκιάζεσαι, δεν είναι λύκοι.
Το δρόμο δείξε μας για το Γαρδίκι».
Έτσι φωνάζοντας σα λυσσασμένοι
πέφτουν επάνω μου οι πεθαμένοι.
Και με τα νύχια τους και με το στόμα
85 πετάνε, σκάφτουνε το μαύρο χώμα.
Και σαν μ’ εβρήκανε όλοι με μια
έξω απ’ του τάφου μου την ερημιά,
γελώντας, σκούζοντας, άγρια με σέρνουν
κι εκεί που μου είπανε με συνεπαίρνουν.
90 Πετάμε, τρέχομε· φυσομανάει,
το πέρασμά μας κόσμο χαλάει.
Το μαύρο σύννεφο, όθε διαβεί,
οι βράχοι τρέμουνε, ανάφτ’ η γη.
Φουσκώνει ο άνεμος τα σάβανά μας
95 σαν ν’ αρμενίζαμε με τα πανιά μας.
Πέφτουν στο δρόμο μας και ξεκολλάνε
τα κούφια κόκαλα, στη γη σκορπάνε.
Εμπρός μάς έσερνε η κουκουβάγια
πάντα φωνάζοντας «Θανάση Βάγια».
100 Έτσι εφθάσαμε σ’ εκειά τα μέρη,
που τόσους έσφαξα μ’ αυτό το χέρι.
Ω, τί μαρτύρια! Ω! τί τρομάρες!
Πόσες μού ρίξανε σκληρές κατάρες!
Μου δώκαν κι έπια αίμα πημένο.
105 Γιά ιδές, το στόμα μου το ’χω βαμμένο.
Κι ενώ με σέρνουνε και με πατούνε
κάποιος εφώναξε… Στέκουν κι ακούνε.
«Καλώς σ’ εβρήκαμε, Βιζίρη Αλή.
Εδώθε μπαίνουνε μες στην αυλή.»
110 Πέφτουν επάνω του οι πεθαμένοι.
Με παραιτήσανε. Κανείς δεν μένει.
Κρυφά τούς έφυγα και τρέχω εδώ
με σε, γυναίκα μου, να κοιμηθώ.
ΣΤ΄
—Θανάση, σ’ άκουσα, τραβήξου τώρα.
115 Μέσα στο μνήμα σου να πας είν’ ώρα.
—Μέσα στο μνήμα μου για συντροφιά
θέλω απ’ το στόμα σου τρία φιλιά.
—Όταν σου ρίξανε λάδι και χώμα
ήλθα, σ’ εφίλησα κρυφά στο στόμα.
120 —Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί…
Μου πήρε η κόλαση κειο το φιλί.
—Φεύγα και σκιάζομαι τ’ άγρια σου μάτια.
Το σάπιο κρέας σου πέφτει κομμάτια.
Τραβήξου, κρύψε τα, κείνα τα χέρια.
125 Απ’ την αχάμνια τους λες κι είν’ μαχαίρια.
—Έλα, γυναίκα μου, δεν είμ’ εγώ
κείνος που αγάπησες έναν καιρό;
Μη με σιχαίνεσαι, είμ’ ο Θανάσης.
—Φεύγ’ απ’ τα μάτια μου, θα με κολάσεις.
130 Ρίχνετ’ επάνω της και τηνε πιάνει,
μέσα στο στόμα της τα χείλη βάνει.
Στα έρμα στήθια της τα ρούχ’ αρχίζει,
που τη σκεπάζουνε, να τα ξεσχίζει.
Την εξεγύμνωσε… το χέρι απλώνει…
135 Μέσα στον κόρφο της άγρια το χώνει…
Μένει σαν μάρμαρο. Κρύος σα φίδι
τρίζει απ’ το φόβο του το κατακλείδι.
Σα λύκος ρυάζεται, τρέμει σα φύλλο…
Στα δάχτυλα έπιασε το Τίμιο Ξύλο.
140 Τη μαύρη εγλίτωσε το φυλαχτό της·
καπνός, εσβήστηκε απ’ το πλευρό της.
Τότε ακούστηκε κι η κουκουβάγια
έξω που εφώναζε: «Θανάση Βάγια».
Ζ΄
—Ξύπνα, παιδί μου, κι η αυγή απ’ το βουνό προβαίνει,
145 ξύπνα ν’ ανάψομε φωτιά, κι η ξένη μας προσμένει.
—Καλή σου μέρα, μάνα μας· ησύχασες κομμάτι;
—Λίγο κοιμώμαι η δύστυχη, δεν έκλεισα το μάτι.
Έχετε γεια, έχετε γεια, πρέπει να σας αφήσω.
Είναι μακρύς ο δρόμος μου, και πότε θα κινήσω;
150 —Γιατί δε μας εξύπνησες κι έμεινες μοναχή σου;
Σύρε, μανούλα, στο καλό και δώσ’ μας την ευχή σου.
—Για το καλό που κάμετε, για την ελεημοσύνη,
ύπνον γλυκόν ο Κύριος κι ήσυχο να σας δίνει.
Άλλο καλό να σας φχηθώ στον κόσμο μας δεν ξεύρω·
155 νύχτα και μέρα το ζητώ και δεν μπορώ να το εύρω.
—Μάνα, κι η φτώχεια είναι κακή γιατ’ έχει καταφρόνια.
—Τα πλούτη τα εδοκίμασα, περάσαν με τα χρόνια.
—Μέσα στο λόγγο οι δύστυχοι ζούμε κι εμείς σαν λύκοι,
απ’ τον καιρό που χάλασε το έρμο το Γαρδίκι.
160 Ω δυστυχιά μου! Ω δυστυχιά! Ο κόσμος θα χαλάσει!
Και ποιόν εμελετήσανε;
Το Βάγια το Θανάση.
—Κι εγώ είμ’ η γυναίκα του. Κάμετε το σταυρό σας,
πάρτε λιβάνι, κάψετε, να διώξτε τον εχθρό σας.
Εψές τη νύχτα εμπήκ’ εδώ, εστάθηκε σιμά μου…
165 Σχωρέστε τονε, Χριστιανοί, κλάψτε τη συμφορά μου.
Παίρνει το λόγγο. Το παιδί κι η μάν’ ανατριχιάζουν,
και το σταυρό τους κάμνοντας τρέμουν που την κοιτάζουν.
|