Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Η σκλάβα

Άνοιξε τα φτερούγια σου, άχολο περιστέρι, και θα να πας γι’ αγάπη μου σε μακρινό σεφέρι. 5 Είναι μακρύς ο δρόμος σου, θα φύγεις μοναχό σου· άπλωσε το φτερό σου και σύρε στο καλό.

Και σα διαβείς τα σύγνεφα 10 και σαν τα διαπεράσεις, και μέσα εκεί που κάθονται τ’ αστροπελέκια φθάσεις, θυμήσου, περιστέρι μου, μη σου καεί το ράμμα 15 οπού βαστάει το γράμμα και πέσει και χαθεί.

Και σαν ιδείς τα κύματα από ψηλά ν’ αφρίζουν και να χτυπούν, να βόγκουνε, 20 τη γη να φοβερίζουν, μη γελαστείς, πουλάκι μου, να πας εκεί σιμά τους· τα δόλια τα νερά τους θα βρέξουν τη γραφή.

25 Είναι τα κύματ’ άσπλαχνα, πάντα νερό διψούνε κι επάνω σου θα πέσουνε, σκληρά να καταπιούνε τα δάκρυα που εστάξανε 30 εις το χαρτί μου επάνω. Αχ! κάλλιο να πεθάνω παρά να μη τα ιδεί.

Κι ανίσως και στο δρόμο σου ψηλά μες στον αιθέρα, 35 πιστό περιστεράκι μου, την άνοιξη μια μέρα τα χιλιδόνια τ’ άχαρα αν τύχει κι απαντήσεις, να μου τα χαιρετήσεις 40 μ’ ένα γλυκό φιλί.

Και να τους πεις πού βρίσκομαι, πως η καρδιά μου τρέμει, πως χάνονται τα νιότα μου σε τούρκικο χαρέμι. 45 Και πες το παραθύρι μου να μη το λησμονήσουν και να ’λθουνε να στήσουν σιμά μου μια φωλιά.

Κι ανίσως κι αποστάσανε 50 και τα βρεις δειλιασμένα κι από χειμών’ ανέλπιστο τα ιδείς κυνηγημένα, θυμήσου, περιστέρι μου, τη ράχη σου να στρώσεις 55 και τα φτερά ν’ απλώσεις σαν καραβιού πανιά.

Κι εκεί που θ’ αρμενίζετε και θα κρυφομιλείτε και μυστικά τον πόνο σας 60 καθένα θα διηγείται, θυμήσου, περιστέρι μου, να πεις στα χιλιδόνια πως έφυγαν δυο χρόνια οπού είμαι στη σκλαβιά.

65 Κι εκεί που πρωτοφθάσουνε κι εκεί που πρωταράξουν να παν να πουν στ’ αδέρφια μου να ’λθούνε να μ’ αρπάξουν, και κάθ’ αυγή στο λάλημα 70 κι εμέ να μελετάνε, και να τους ενθυμάνε πως είμαι στην Τουρκιά.

Τότε να τρέξεις γρήγορα και συ, περιστεράκι, 75 να πας επάνω στ’ Άγραφα, στο κλέφτικο γιατάκι, και νά βρεις την αγάπη μου το Λάμπρο, τη ζωή μου, και δώσε τη γραφή μου 80 κι ένα φιλί κρυφά.

Και πες του χαιρετίσματα να μη με λησμονήσει, πως είμαι νια κι είμ’ όμορφη σαν το νερό στη βρύση, 85 και πως με κινδυνεύουσι και πως με τυραγνούσι και χίλιοι καρτερούνε μια μόνη μου ματιά.

Κι ανίσως και τα νιότα μου 90 ακόμα τα θυμάται, κι ανίσως και σαν όνειρο με βλέπει σαν κοιμάται, πες του, περιστεράκι μου, να ζώσει το σπαθί του, 95 κι η μαύρ’ η Αρετή του τρομάζει τη σκλαβιά.

Τ’ αγιούλι του αν το κόψουνε και του το μυριστούνε, τα ρόδα μου αν αχνίσουνε 100 κι ανίσως μαραθούνε, να μη μὄχει παράπονο να μη τονε πικραίνει… Τα νιότα τα μαραίνει σκλαβιά και μοναξά.