1. Και εχαθήκανε με τες κάσες, και η γυναίκα μοναχά ετότες άκουσε δύναμη να μπορέσει να πεταχτεί.
2. Και εχύθηκε πηδώντας ψηλά σαν τ’ άστρο το καλοκαίρι που στον αέρα χύνεται δέκα οργιές άστρο.
3. Και εχτύπησε στον καθρέφτη και οι μύγες εφύγανε και εβουίζανε στο πρόσωπό της κουλουμωτές.
4. Και αυτή, λογιάζοντας πως ήταν οι γονέοι της, έτρεχε εδώ και εκεί,
5. ανοιγοκλειώντας τη φούχτα κάτι νά βρει για διαφέντεψη, και ηύρηκε το ζωνάρι, και με κείνο άρχισε να χτυπάει.
6. Και όσο εχτυπούσε, τόσο οι μύγες εβουίζανε, και τόσο αυτή εκατατρόμαζε, όσο που τέλος πάντων έχασε το νου της ολότελα. Και την άφησε ο νους, αλλά τα πάθη δεν την αφήσανε, η υποψία, η σκληρότη, η κακία, το αναγέλασμα κτλ.
7. Γιατί τρέχοντας με το πουκάμισο, που η φιλάργυρη το ’χε κάμει κοντό, έτρεξε το μάτι της στον καθρέφτη,
8. και εσταμάτηξε και δεν εγνώρισε τον εαυτό της, και άπλωσε το δάχτυλο και αναγέλασε:
9. «Ω κορμί, ω κορμί! Τί πουκάμισο! Ε καταλαβαίνω εγώ. Και ποιός πονηρός μπορεί να μου κρύψει την πονηρία του; Εκείνο το πουκάμισο με κάνει να καταλάβω πως καμώνεται τρέλα για να ’ν’ έτοιμος να κριματίσει.
10. »Αλλά ποιός να ’ναι; Μά την αλήθεια που της μοιάζει ολίγο. Άα! είσ’ εσύ μπομπόκορμο, βρομοπόρνη, μυγόχεσμα του σπιταλιού, τσίμπλα της γουρούνας, σκατή, γαϊδούρα, κροπολόγα.
11. »Νά, τέλος πάντων, ό,τι σού προφήτεψα, και οι φίλοι σου [οι] αγαπημένοι. Δε σὄμεινε μήτε δισκάρι να διακονεύεις με δαύτο.
12. »Είσαι στα χέρια μου. Τί θέλεις; Να σου κάμω ψυχικό; Τώρα στο κάνω. Να ιδώ α σου μείνει φωνή να πεις πως είμαι μουρλή».
13. Έτσι λέοντας έκαμε ένα γύρο και εβάλθηκε με μεγάλη λύσσα να χορεύει, και το πουκάμισο το κοντό ευρισκότουνα στο πρόσωπο της. Και τα μαλλιά, μαύρα και λιγδωμένα, έλεγες πως είναι φιδόπουλα οπού γένονται ανάμεσό τους κομμάτια απάνου στον κορνιαχτό.
14. Και στη ζέστα του χορού έκανε με το ζωνάρι μία θηλιά, και ο χορός εβάσταξε όσο να κάμει τη θηλιά.
15. Και είπε: «Ακλούθα με αποπίσω από τον καθρέφτη, να σου κάμω το ψυχικό.
16. »Γιατί έρχεται κάπου κάπου ο γάιδαρος ο γιατρός, οπού θα σ’ έχει και εκείνος, και του σκαρφίστηκε πως είμαι άρρωστη».
17. Και επήγε οπίσω από τον καθρέφτη, και την άκουα να κάνει μεγάλη ταραχή.
18. Και έσκασε ένα γέλιο μεγάλο που αντιβούισε η κάμερα φωνάζοντας. Νά, μάτια μου, το ψυχικό.
19. Τότε έπεσα με τα γόνατα χάμου να κάμω δέηση για να την κάμει ο Κύριος να μην είναι έξω φρενών κάνε για το λίγο ακόμη πὄχει να ζήσει, και να της πάψει η κακία.
20. Και τελειωμένη η δέηση εκοίταξα χάμου οπίσω από τον καθρέφτη στοχάζοντάς τηνε λιγωμένη, και δεν ήτον εκεί.
21. Και αισθάνθηκα το αίμα μου να τραβηχθεί από τα μαγουλά μου.
22. Και έπεσε το κεφάλι απάνου στα στήθια μου, και είπα μέσα μου:
23. Ο Θεός ξέρει πού έφυγε η δύστυχη, ενώ επαρακάλεια για αυτήν με τη θέρμη της ψυχής μου.
24. Και επέρασα πέρα με το κεφάλι σκυφτό και στοχασμένο να πάω να την εύρω.
25. Και άκουσα στο μέτωπο κάποιον τι που μ’ εχτύπησε κι έπεσα ξαφνισμένος τ’ ανάσκελα.
26. Και είδα τη γυναίκα της Ζάκυθος που εκρεμότουνα και εκυμάτιζε.
|