Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

[Το όνειρο της Μαρίας]

[9]


Το όνειρο, το οποίο η Μαρία διηγείται του Λάμπρου, προεικόνιζε, ως μας διδάσκει μία σημείωση του Ποιητή, την καταστροφή του ποιήματος· έμελλεν αυτή και η θυγατέρα της να τελειώσουν καταποντισμένες. *

1

Μου φαίνεται πως πάω και ταξιδεύω στην ερμιά του πελάγου εις τ’ όνειρό μου· με το κύμα, με τσ’ ανέμους παλεύω μοναχή, και δεν είσαι εις το πλευρό μου· 5 δε βλέπω με το μάτι όσο γυρεύω πάρεξ τον ουρανό στον κίνδυνό μου· τονε τηράω, βόηθα, του λέω, δεν έχω πανί, τιμόνι, και το πέλαο τρέχω.

2

Κι ότι τέτοια τού λέω, μέσα με θάρρος 10 νά σου τα τρία τ’ αρσενικά πετιούνται· του καραβιού τα ξύλα από το βάρος τρίζουν τόσο που φαίνεται και σκιούνται· τότε προβαίνει αφεύγατος ο χάρος, και στριμωμένα αυτά κρυφομιλιούνται, 15 κι αφού έχουν τα κρυφά λόγια ’πωμένα, λάμνουν με κάτι κουπιά τσακισμένα.

3

Μ’ ένα πικρό χαμόγελο στο στόμα έρχεται η κόρη εκεί και με σιμώνει· της τυλίζει ένα σάβανο το σώμα, 20 που στον αέρα ολόασπρο φουσκώνει· αλλά πλια χλωμιασμένο είναι το χρώμα του χεριού που ομπροστά μου αντισηκώνει, και της τρέμει, όπως τρέμει το καλάμι, δείχνοντας το σταυρό στην απαλάμη.

4

25 Και βλέπω απ’ το σταυρό και βγαίνει αίμα μαύρο μαύρο, και τρέχει ωσάν τη βρύση· μου δείχνει η κόρη ανήσυχο το βλέμμα, τάχα πως δεν μπορεί να με βοηθήσει, όσο εκειά τα κουπιά σχίζουν το ρέμα, 30 τόσο το κάνουν γύρω μου ν’ αυξήσει· συχνοφέγγει αστραπή, σχίζει το σκότος, και της βροντής πολυβουίζει ο κρότος.

5

Και τα κύματα πότε μας πηδίζουν, που στα νέφη σού φαίνεται πως να ’σαι, 35 και πότε τόσο ανέλπιστα βυθίζουν, που μην ανοίξει η κόλαση φοβάσαι· οι κουπηλάτες κατά μέ γυρίζουν, βλασφημούν, και μου λένε: Ανάθεμά σε. Η θάλασσα αποπάνου μας πηδάει, 40 και το καράβι σύψυχο βουλιάει.

6

Με χέρια και με πόδια ενώ σ’ εκείνη την τρικυμιά, που μ’ άνοιξε το μνήμα, τινάζομαι με βία, και δε μ’ αφήνει να βγάλω το κεφάλι από το κύμα, 45 βρίσκομαι η έρμη ανάποδα στην κλίνη, που άλλες φορές τη ζέσταινε το κρίμα, και πικρότατα κλαίω πως είναι δίχως το στεφάνι που μὄταξες ο τοίχος.

___
στ. 4
μοναχή, χωρίς να ’σαι στο πλευρό μου

στ. 6
παρά τον ουρανό […]

στ. 15
κι έπειτα απ’ τα κρυφά λόγια ’πωμένα

στ. 15-16
κι έπειτ’ απ’ τα κρυφά λόγια που κάμνουν
παίρνουν κουπί τσακισμένο και λάμνουν

στ. 17
Με το μπαμπάκι του Χάρου στο στόμα

στ. 18
νά σου και η κορασιά και με σιμώνει

στ. 21-24
κι ενώ φουσκώνει αισθάνομαι τη βρόμα
του λιβανιού που την καρδιά πλακώνει,
και το χέρι, που τρέμει ωσάν καλάμι,
μου δείχνει το σταυρό στην απαλάμη.

στ. 44
να σηκώσω κεφάλι από το κύμα