Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

[Ο μάρτυρας]

[10]


Καθώς εσημείωσα εις την υπόθεση, έμπαινε εις το σχέδιο του ποιήματος ένας ιερέας θυσιασμένος από τον Αλή πασά. *

Έψεναν τον ιερέα, και ο Αλής εφώναζε των δούλων του,*

τα κάρβουνα του σκύλου ανάρια ανάρια

Είχε μίαν απίστευτη ιλαρότητα. Πώς; τάχα αναπαύεται εις δροσερή χλωρασιά; Και ο Αλής περιπαίζοντάς τον: «Τί σου φαίνεται, άγιε άνθρωπε; βλέπω καλά ότι είσαι συνηθισμένος να θαυματουργείς· ολοένα γυρίζεις, δίχως να κινάς μήτε χέρι μήτε πόδι, κι είσαι όλος ένα κομμάτι. Εύγε σου· παρακάλει τον Ιησού να σε σώσει το γληγορύτερο.» Τότε ο ιερέας κινώντας τα χείλη του πλέον φλογερά από τ’ ανθράκια, έλεγε: «Ευλογημένη τούτη η φλόγα! Ακούω φτερούγιασμα που έρχεται μακρόθε και μου φέρνει την ευωδία του κρίνου. Α! σε θωρώ, άγιε Άγγελε! Βέβαια εσύ θα έβρεξες δροσιά απάνου εις τούτα τα κάρβουνα, όμοια μ’ εκείνη των παιδιών εις την κάμινο. Τί κάνει αυτός; Τεντώνει τ’ αθάνατο δάχτυλο και γράφει εις τον αέρα, ωσάν εις μάρμαρο, με πύρινες γραμμές πράματα τα οποία δεν εννοώ.»

Εις το όραμα του ιερέα εφαίνετο ο θάνατος του Πατριάρχη και οι Βασιλείς της
Ιεράς Ενώσεως που εκαταπολεμούσαν την Ελευθερία. Έβλεπε και Τούρκων κεφαλές οπού εροβολούσαν μέσα εις τον λάκκο που ετριγύριζε το πολιορκημένο Μεσολόγγι, και ο ενθουσιασμένος μάρτυρας τους εφώναζε:*

Σταθείτ’ εκεί· δε σας ξυπνάει στον λάκκον η κραυγή των σκυλιών και των κοράκων.