Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Νίκος Εγγονόπουλος

Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985)

© Ερριέτη Εγγονοπούλου
Εκδ. Ίκαρος

  • Το επετειακό λεύκωμα του 2007 «Νίκος Εγγονόπουλος ― εκατό χρόνια από τη γέννησή του: η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος…» από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.

  • «Η γενιά του 30 μετά 33 έτη. 9 Μαρτίου 1963, στο σπίτι του Γιώργου Θεοτοκά». Έτσι υπέγραψαν σε ξεχωριστό φύλλο οι εικονιζόμενοι το εγχείρημα της φωτογράφησής τους, στο σπίτι του Θεοτοκά το 1963. Όρθιοι: Θανάσης Πετσάλης, Hλίας Bενέζης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Αντρέας Kαραντώνης, Στέλιος Ξεφλούδας και Γιώργος Θεοτοκάς. Kαθισμένοι: Άγγελος Tερζάκης, K.Θ. Δημαράς, Γιώργος Kατσίμπαλης, Kοσμάς Πολίτης και Ανδρέας Eμπειρίκος.

  • Ν. Εγγονόπουλος, Αυτοπροσωπογραφία (7 Νοεμβρίου 1933). [πηγή: περιοδικό Χάρτης 25-26 (1988) / Ψηφιακό Σχολείο: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ γυμνασίου]

  • Εξώφυλλο του περιοδικού «La Mode Greque». Σύνολο του Γιάννη Ευαγγελίδη ζωγραφισμένο από τον Νίκο Εγγονόπουλο. Πηγή και τεκμηρίωση: Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα «Βασίλειος Παπαντωνίου».

  • Πίνακας του Ν. Εγγονόπουλου, «Ο ποιητής και η μούσα», 1938 (ελαιογραφία σε μουσαμά). Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα [πηγή: Παιδαγωγικό Ινστιτούτο: Περιήγηση στην τέχνη]

  • Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης.

  • Το 1945 ο Μάνος Χατζιδάκις μελοποίησε στίχους από το ποίημα Μπολιβάρ. Η μελοποίηση πρωτοκυκλοφόρησε το 1983.

Το σκάνδαλο της ποιητικής χειρονομίας

Το αιματόχρωμο εξώφυλλο της έξοχα τυπωμένης αυτής συλλογής· οι πορφυρές ανταύγειες των πέντε, εκτός κειμένου πινάκων που την παραστέκουν, μα προ παντός τα ίδια τα ποιήματα με τον πληροφοριακό απόλογο που τα συνοδεύει, μας ανακαλούν στους θυελλώδεις καιρούς του ελληνικού ποιητικού και ζωγραφικού υπερρεαλισμού. Ένας από τους πρωταγωνιστάς και τους πρώτους αυθεντικούς διδασκάλους της "μοντέρνας τέχνης" στην Ελλάδα, ο Νίκος Εγγονόπουλος. Το κόκκινο πανί του ταύρου, για την εποχή εκείνη ― στα 1938. Δέχτηκε τις περισσότερες και τις πιο ορμητικές επιθέσεις και λοιδορίες για τους στίχους του. Τον είπανε τρελλό, παράλογο, τερατολόγο, φαρσέρ, κωμωδό. Τον "ανεβάσανε" σαν περίπτωση και στην επιθεώρηση. Μα ο Εγγονόπουλος άντεξε, γιατί ήταν ποιητής. Τώρα, όλ' αυτά πέρασαν, και μένει η ποίησή του, που ολοένα και πιο πολύ αναγνωρίζεται και αγαπιέται από τους νεώτερους. [Ανδρέας Καραντώντης, Καθημερινή (25.12.1966)].

Οι παραπάνω γραμμές γράφονται με αφορμή την επανέκδοση των πρώτων ποιητικών συλλογών του Ν. Εγγονόπουλου σε συγκεντρωτικό τόμο. 30 σχεδόν χρόνια νωρίτερα, όταν το 1935 ο Ανδρέας Καραντώνης ξεκινούσε ως διευθυντής του νεόκοπου περιοδικού Τα Νέα Γράμματα, δεν θα μπορούσε ίσως να φανταστεί την υπερρεαλιστική "θύελλα" που θα ακολουθούσε, όπως εκ των υστέρων την χαρακτηρίζει. Τα Νέα Γράμματα πάντως, στην πρώτη τους, τουλάχιστον, περίοδο κράτησαν απόσταση από τις πιο ριζοσπαστικές όψεις του υπερρεαλιστικού κινήματος, ωστόσο η έκδοσή τους αξίζει να σημειωθεί ως μια ψηφίδα ενός έτους-σταθμού για τη νεοελληνική ποίηση: την ίδια χρονιά που εκδίδεται το περιοδικό και φιλοξενεί, μεταξύ άλλων, τα πρώτα ποιήματα του Ελύτη, κυκλοφορούν το Μυθιστόρημα του Σεφέρη και η Υψικάμινος του Ανδρέα Εμπειρίκου. Από τα τρία αυτά ονόματα, οι δύο, ο Ελύτης και ο Εμπειρίκος, μαζί με τον Νίκο Εγγονόπουλο θα αποτελέσουν για την κριτική την υπερρεαλιστική πρωτοπορία της εποχής, με τέταρτο, εν μέρει ξεχασμένο αλλά αποφασιστικά στην κόψη της πρωτοπορίας, τον Νικήτα Ράντο (=Nicolas Calas ή Μ. Σπιέρος).

ο Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975) με την παραγωγή του έως το 1945, ο Μ. Σπιέρος ως μαρξιστής ή και φροϋδομαρξιστής κριτικός στην Ελλάδα από το 1929 έως το 1934, ή Νίκος Καλαμάρης (1907-1988) ―που είναι το οικογενειακό του όνομα― ως υπερρεαλιστής δοκιμιογράφος από το 1935 έως το 1938, ή Νικήτας Ράντος ως ποιητής στον μεσοπόλεμο και μετά, ή Nicolas Calas ―και στα ελληνικά Νικόλας Κάλας, όνομα με το οποίο αναφέρεται εδώ― ως δοκιμιογράφος στη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1938 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1940, και ο Νίκος Εγγονόπουλος (1907-1985) με την παραγωγή του μέχρι και τον Μπολιβάρ (1944), αποτελούν τα πρόσωπα, τα οποία δραστηριοποιούνται ως υπερρεαλιστές, αποκλειστικά στην Ελλάδα οι Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος και εν μέρει ο Κάλας. […] Οι τρεις αυτοί υπερρεαλιστές λειτουργούν, παράλληλα, σε διαφορετικά του υπερρεαλισμού συμφραζόμενα, τα οποία με την πάροδο του χρόνου καθίστανται εναργέστερα λόγω και της εκ των υστέρων γνώσης: γράφουν δοκίμια, ιστορία και κριτική της τέχνης, ψυχαναλυτικές μελέτες, ποίηση και πεζογραφία, και ζωγραφίζουν. [Χρυσανθόπουλος 2012: 94-95].

Όταν πάντως ο Εγγονόπουλος ετοιμάζεται στα 1938 να εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή, το περιοδικό με το οποίο συντάσσεται και συνεργάζεται είναι Ο Κύκλος, ενός άλλου ποιητή, του Απόστολου Μελαχρινού. Ποιήματα γράφει από πολύ νωρίτερα, αλλά δεν ήθελε να δημοσιεύσει πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του στη ζωγραφική, κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη. Έτσι, στον τόμο Υπερεαλισμός Α΄ (1938) όπου συμμετάσχει ως μεταφραστής του Τριστάν Τζαρά, προαναγγέλονται ως «Έτοιμα για τύπωμα» δύο κιόλας έργα του. Λίγο αργοτερα, ο, μέχρι τότε γνωστός κυρίως ως ζωγράφος, Εγγονόπουλος με την έκδοση της πρώτης του συλλογής (Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, εκδ. Ο Κύκλος) θα προκαλέσει σφοδρότατες αντιδράσεις στην κριτική, που ήδη είχε θέσει στο στόχαστρο τον Ανδρέα Εμπειρίκο.

Το δημιουργηθέν σκάνδαλο κι η επακολουθήσασα κατακραυγή εναντίον μου δεν μπορώ να πω πως δεν με έθιξαν, βαθύτατα. Η βίαιη κακομεταχείρισις σαν υποδοχή μιας γνήσιας προσφοράς είναι, το λιγότερο, σκληρά άδικη. Περιοδικά, εφημερίδες, le premier chien coiffé venu, παρωδούσαν και αναδημοσίευαν, κοροϊδευτικά, τα ποιήματά μου. Μια δε εφημερίδα, από τις μεγάλες, δεν θυμούμαι τώρα ποια, αυθαδέστατα, ποδοπατώντας κάθε ιδέα πνευματικής, τέλος πάντων, ιδιοκτησίας, αναδημοσίευσε, σε μια ή δυο συνέχειες… ολόκληρο το βιβλίο! Συνοδεία, πάντοτε, χλευαστικών και κακεντρεχών, όσο κι επιπόλαιων, σχολίων. (Νίκος Εγγονόπουλος, από τις Σημειώσεις στον συγκεντρωτικό τόμο Ποιήματα, σ. 329)

Μετά πάντως την πρώτη, σκανδαλώδη, έκδοση, θα ακολουθήσει τον αμέσως επόμενο χρόνο η δεύτερη ποιητική του συλλογή, αυτή τη φορά κάτω από τη στέγη του ψευδώνυμου εκδοτικού οίκου «Ιππαλεκτρυών». Την ίδια χρονιά ο Ανδρέας Εμπειρίκος θα φροντίσει τη διοργάνωση της πρώτης ατομικής έκθεσης ζωγραφικής για τον Εγγονόπουλο, στο σπίτι του έτερου συνοδοιπόρου τους, του Νικήτα Καλαμάρη.

[…]

έτσι

στους τελευταίους ακριβώς χρόνους της φθίνουσας περιόδου «του '30»

αναμεσής

στους φιλόδοξους με τ' ακαθόριστα σχέδια

τους άγρια λυσσαγμένους ―παρ' όλο το ισχνότατο των εφοδίων τους―

για μιαν όσο μπορούσαν πλατύτερη επικράτηση

τους άγουρους ―σαλιάρηδες― διακονιαραίους και κλέφτες της δόξας

ξεκίνησε νεότατος ο Βελισάριος

παρέα με τον Ανδρέα τον Εμπειρίκο

να δημιουργήσει

και να ζήσει

«Ο Βελισάριος», Η Κοιλάδα με τους Ροδώνες (1978)

Εξώφυλλο Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής.

Η τομή του πολέμου

Ο γοργός ρυθμός έκδοσης ποιητικών συλλλογών δεν θα συνεχιστεί, καθώς μεσολαβεί ο πόλεμος.

Στρατεύθηκα και με έστειλαν στην πρώτη γραμμή, στην «γραμμή πυρός», όπου με βαστήξανε πεισματάρικα, μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων. Δίχως καμιάν ανάπαυλα, αν εξαιρέσω ένα αρκετά βασανιστικό «ιντερμέδιο» στη «Διλοχία Πειραιώς», απλούν «πειθαρχικόν λόχον». Γιατί κανείς δεν αγνοεί ότι, ιδιαίτερα στην περίοδο της όντως αλησμονήτου «4ης Αυγούστου», ο όρος «διανοούμενος» συνεπήγετο και την έννοια του «υπόπτου». Ύστερα από φονικότατη μάχη, στις 13 Απριλίου 1941, συνελήφθην αιχμάλωτος, κρατήθηκα με τους συναδέλφους μου παρανόμως, από τους Γερμανούς, σε στρατόπεδα «εργασίας αιχμαλώτων», δραπέτευσα, αλώνισα, με τα πόδια, πάνω από την μισήν Ελλάδα, και τέλος επέστρεψα εις τα ίδια. (Σημειώσεις, Ποιήματα, σ. 332)

Στην κατοχική πια Αθήνα, το χειμώνα 1942-3 ο Εγγονόπουλος συνθέτει το εκτενές ποίημα Μπολιβάρ (με τον υπότιτλο: "Ένα ελληνικό ποίημα"). Το ποίημα θα κυκλοφορήσει χειρόγραφο και θα εκδοθεί τελικά τον Σεπτέμβριο του 1944, λίγο πριν την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτωνα από την Αθήνα.

Εξώφυλλο έκδοσης του Μπολιβάρ.

Την ίδια περίοδο, προς το τέλος της Κατοχής, είναι από αυτούς που θα εργαστούν για την επανακυκλοφορία Των Νέων Γραμμάτων, όπου και δημοσιεύει ποιήματα την ίδια περίπου περίοδο που προετοιμάζει την έκδοση του Μπολιβάρ.

Γι' αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις,

Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο συγκίνηση

Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.

Το 1945 ο Ανδρέας Εμπειρίκος θα τον χαιρετίσει ως εξής, από το φιλόδοξο αλλά τελικά βραχύβιο περιοδικό Τετράδιο:

Νικόλαε Εγγονόπουλε, βράχε τραχύτατε του Ελμπασάν, και πράσινη απαλή δαντέλλα του Βοσπόρου, σε χαιρετώ αλβανιστί, με το δεξί μου χέρι εμπρός εις την καρδιά, και τη θερμή παλάμη μου απλωμένη παράλληλα στο οιονδήποτε χώμα που πατώ.

Εμπειρίκος, Α. 1999. Νικόλαος Εγγονόπουλος ή Το θαύμα του Ελπμασάν και του Βοσπόρου. Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Τετράδιο 3 (1945).

To 1946 στην πρώτη μεταπολεμική συλλογή του, με τον χαρακτηριστικό τίτλο Η επιστροφή των πουλιών, προτάσσει στίχους από τα Φύλλα χλόης του Walt Whitman: "Forth from the war emerging,a book I have made…".

Εξώφυλλο έκδοσης του 1946.

«είμαι ζωγράφος το επάγγελμα»

Με την παραπάνω φράση ξεκινά ο Εγγονόπουλος τις αυτοβιογραφικές του σημειώσεις στην πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών του, το 1966. Η έκδοση αυτή (που περιλαμβάνει τις 2 πρώτες συλλογές του 1938 και του 1939) θα συμπληρωθεί το 1977 με τον β΄ τόμο, που θα καλύψει την ποιητική παραγωγή του Εγγονόπουλου μέχρι και το 1957, χρονιά που εκδίδεται η συλλογή Εν ανθηρώ έλληνι λόγω, για την οποία θα του απονεμηθεί το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1958. Η πορεία που διέσχισε η ποίησή του στη δημόσια σφαίρα την περίοδο 1938-1958 οριοθετείται έτσι με δύο πολύ διαφορετικές υποδοχές των ποιητικών του συλλογών. Ο Εγγονόπουλος θα συνεχίσει να δημοσιεύει ποιήματα, θεωρητικά κείμενα και μεταφράσεις (Μαγιακόφσκι, Λοτρεαμόν, Λόρκα, Μποντλέρ, ντε Κίρικο, Πικάσο, Τζαρά, κ.ά) σε περιοδικά της εποχής, ελληνόγλωσσα αλλά και ξενόγλωσσα· ωστόσο η κύρια δραστηριότητά του παραμένει η εικαστική, ενώ θα διοριστεί και τακτικός καθηγητής στην έδρα του ελεύθερου σχεδίου στο ΕΜΠ. Το 1966 του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Γεώργιου Α΄ για το ζωγραφικό του έργο.

Πηγή: Ψηφιακό Αρχείο Εθνικού Θεάτρου

Επιθέωρηση Τέχνης 99 (1963): κυκλοφορεί με εξώφυλλο και 5 πίνακες του Ν. Εγγονόπουλου και με δημοσίευση της διάλεξης για τη ζωγραφική που έδωσε στα εγκαίνια της ατομικής του έκθεσης.

Στον Υπερρεαλισμό δεν προσεχώρησα ποτέ. Τον υπερρεαλισμό τον είχα μέσα μου, όπως είχα μέσα μου το πάθος της ζωγραφικής, από την εποχή που γεννήθηκα. Αλλά για να βρω τον δρόμο μου τον αληθινό, τον υπερρεαλιστικό, για να μπορέσω να εκδηλωθώ ελεύθερα και απερίσπαστα, αυτό το χρωστώ σε δύο κορυφαίους, στις δύο μεγαλύτερες μορφές που παρουσίασε ποτέ, ίσαμε τώρα, εξ όσων γνωρίζω, το παγκόσμιο υπερρεαλιστικό κίνημα. Ευτύχησα (το λέω για τρίτη φορά), ευτύχησα να γνωρίσω τον μεγάλο ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο και τον μεγάλο ζωγράφο, τον μεγάλο Βολιώτη Γεώργιο ντε Κήρυκο. (Διάλεξη στο Α.Τ.Ι. στις 6-2-1963. Επιθεώρηση Τέχνης 99, 1963).

Το 1978 συγκεντρώνει ποιήματα της τελευταίας εικοσαετίας, μαζί με κάποια της περιόδου της Κατοχής και εκδίδει τη συλλογή Στην κοιλάδα με τους ροδώνες (με 20 έγχρωμους πίνακες και ένα σχέδιο) , για την οποία θα του απονεμηθεί για δεύτερη φορά το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης. Το τελευταίο ποίημα της συλλογής κλείνει με τους παρακάτω στίχους:

του ποιητή

πια μόνη ―θεόθεν― σωτηρία λύσις

παρηγόρηση

μένει η κοιλάς με τις τριανταφυλλιές

ό εστί

μεθερμηνευόμενο

η κοιλάδα των ροδώνων

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του θα γνωρίσει και νέες τιμές ως ζωγράφος, με αναδρομικές εκθέσεις των έργων του, ενώ θα δει και το ποιητικό του έργο μεταφρασμένο και μελοποιημένο. Το 1985 η κηδεία του θα γίνει δημοσία δαπάνη, σε αναγνώριση της θέσης του στον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών.

Το 2007 ορίστηκε ως έτος Νίκου Εγγονόπουλου. Εδώ το εξώφυλλο του επετειακού λευκώματος από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.

© ΚΕΓ, Θεσσαλονίκη 2014. Σε μια αρχική μορφή του εργοβιογραφικού υλικού για τον Ν. Εγγονόπουλου συνέβαλε η Φιλοθέη Κολίτση.