Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός
Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση
του Ι. Ν. Καζάζη (με τη συνεργασία της Μαργαρίτας Σωτηρίου)
Α6. Ποίηση και Κοινωνία
Την θέση της λυρικής ποίησης μέσα στην κοινωνία αλλά και την επικοινωνιακή λειτουργία που καλείται να εξυπηρετήσει, περιγράφει εύγλωττα ο Ed. Fraenkel στο βιβλίο του Horace, Oξφόρδη 1957, 36-41:
«Στα νεότερα χρόνια είμαστε εξοικειωμένοι με την ιδέα ότι ένα ποίημα έχει την κανονική του θέση σ' ένα βιβλίο και ότι πρωτίστως απευθύνεται στον τυχόν αναγνώστη του. Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο οι συνθήκες, υπό τις οποίες δημιουργείται ένα ποίημα ήταν, τουλάχιστον από τον 4ο αι. π.Χ. όχι θεμελιωδώς διαφορετικές από τι επικρατούσες κατά την Αναγέννηση ή στα δικά μας χρόνια. Ερχόμαστε όμως αντιμέτωποι με μια κατάσταση εντελώς άλλη, όταν στρεφόμαστε στον 7ο και τον 6ο αιώνα, στην περίοδο εκείνη κατά την οποία, αφενός, ορισμένοι τύποι απαγγελτικής ποίησης, όπως η ελεγεία και ο ίαμβος, και, από την άλλη, η κυρίως λυρική ποίηση ανέπτυξαν τις φόρμες τους και έγιναν για πολύ καιρό τα παραγωγικότερα και σημαντικότερα είδη ελληνικής ποίησης. Αν πρόκειται να αποκτήσουμε μια ιδέα για τη ζωή, από την οποία ανεφύησαν οι ίαμβοι, οι ελεγείες και τα ποικίλα είδη τραγουδιού, και για τη λειτουργία της ποίησης μέσα σ' εκείνη τη ζωή, πρέπει πρώτα να παραμερίσουμε κάποιες συμβατικές έννοιες.
Σήμερα είναι φυσικό για ένα μορφωμένο κοινό να ανοίγει ένα βιβλίο ποίησης, όταν θέλει ανάπαυλα από τον ορυμαγδό των καθημερινών ενασχολήσεων, και ελπίζει να ξεχαστεί ή, ίσως, να πετύχει μιαν ανάταση με ιδέες υψηλές και με τη μαγεία του ευγενούς ρυθμού και του ήχου. Όποια κι αν είναι τα κίνητρα, οι σύγχρονοι αναγνώστες βλέπουν την ποίηση σαν κάτι σαφώς ξέχωρο από κάθε πρακτική δραστηριότητα και από την όλη ατμόσφαιρα της "πραγματικής ζωής". Τούτο, όμως δεν έχει καμιά σχέση με την πρώιμη εποχή της ελληνικής λογοτεχνίας. Σ' εκείνο το στάδιο, η ποίηση όχι μόνον δεν ανήκε σε χώρο μακριά από την πρακτική ζωή του κόσμου, αλλά αντίθετα αποτελούσε ένα αναπόσπαστο, και δη αξιολογότατο, τμήμα της. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό με τη θέση που κατείχαν τα ιαμβικά και τα ελεγειακά ποιήματα στην κοινωνική ζωή του 7ου και 6ου αιώνα. Το έργο των πρώιμων ελεγειακών ποιητών και ιαμβογράφων προοριζόταν αρχικά όχι για ανάγνωση αλλά για να ακουστεί κατά την απαγγελία του που εκτελούνταν κατά κανόνα προφανώς από τον ίδιο τον ποιητή. Η απαγγελία μπορούσε να λάβει χώρα όποτε και όπου ήταν πιθανό να βρεθούν συγκεντρωμένοι οι αποδέκτες του ποιήματος. Την καταλληλότερη ευκαιρία έδιναν τα συμπόσια, τα οποία έπαιζαν τόσο σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων και παρείχαν ειδικές συνθήκες για την αδιατάρακτη ακρόαση ποίησης, είτε της απαγγελλόμενης (συχνά με συνοδεία οργάνου) είτε της αδόμενης.
Αλλά το συμπόσιο δεν ήταν ο μόνο χώρος, όπου έλπιζε να βρει πρόθυμα αφτιά ο ελεγειακός ή ιαμβικός ποιητής. Ο αντρικός πληθυσμός στις νοτιοευρωπαϊκές χώρες ανέκαθεν περνούσε μεγάλο μέρος του χρόνου του στην ανοιχτή πλατεία. Στέκονται ή κάθονται σε ομάδες για ώρες ολόκληρες, προφανώς χωρίς να κάνουν τίποτε απολύτως, χωρίς σκοπό καν, συνομιλώντας και ακούγοντας, ενώ, ανάλογα με την εποχή του έτους, λιάζονται ή καταφεύγουν σε σκιερές ή προστατευμένες γωνιές. Συχνά όμως δεν μένουν αδρανείς: μπορεί να περιμένουν να εμφανιστεί κάποια ευκαιρία για κέρδος, μπορεί να συζητούν για δουλειές, για τις προοπτικές της φετινής σοδειάς, για την πολιτική, για ένα ταξίδι στο εξωτερικό. Οποιοσδήποτε εξοικειωμένος με τη ζωή στην Piazza Signoria της Φλωρεντίας ή στην Piazza Colonna στη Ρώμη ή στο Σύνταγμα των Αθηνών μπορεί εύκολα να συμπληρώσει την εικόνα, ιδίως αν αναλογιστεί ότι οι αρχαίοι πολίτες εἰς οὐδὲν ἕτερον ηὐκαίρουν ἢ λέγειν τι ἢ ακούεν τι καινότερον. Υπήρχε πάντα, στις πόλεις της Ιωνίας και της κυρίως Ελλάδας, πρόθυμο ακροατήριο για τον ποιητή που αισθανόταν ικανός να τραβήξει και να κρατήσει την προσοχή ενός πλήθους, μικρού ή μεγάλου. Προφανώς σε τέτοιες αυτοσχέδιες συναθροίσεις πολιτών πρωτακούστηκαν "δημηγορίες" σαν την: μέχρι τεῦ κατάκεισθε; ή ὦ λιπερνῆται πολῖται, τἀμὰ δὴ συνίετε ῥήματα, και πολλά από τα ποιήματα του Σόλωνα. Τέτοιοι λόγοι και μανιφέστα δεν έχουν σχέση με ό,τι θα στιχουργούσε κανείς στον σύγχρονο κόσμο. Η φυσική θέση τους δεν ήταν έξω από την πρακτική ζωή των ανθρώπων, αλλά στο ίδιο της το επίκεντρο. Πληρούσαν μια καθορισμένη, μοναδική, επικοινωνιακή λειτουργία για αισθήματα, ιδέες, και σχέδια, που εκείνη την εποχή δεν μπορούσαν να ανακοινωθούν με άλλα μέσα. Ορισμένα ποιητικά είδη κατελάμβαναν θέση, που σε επόμενο στάδιο προοριζόταν για έργα πεζά. Πάνω απ' όλα, δεν πρέπει να ξεχαστεί ότι οι ελεγείες και οι ίαμβοι δεν δημιουργήθηκαν ως λογοτεχνία, αλλά ως πρακτικά εργαλεία για κάποιους πολύ συγκεκριμένους σκοπούς και συχνά χρησιμοποιήθηκαν ως τρομερά όπλα.
Όσα όμως είπαμε για την πρώιμο ίαμβο και την ελεγεία ισχύουν και για την καθαρώς λυρική ποίηση, τόσο τη χορική όσο και τη μονωδική, της ίδιας και της επόμενης περιόδου. Όσον αφορά στη μονωδία, τραγούδι εκτελούμενο από ένα μόνο άτομο, πάλι ήταν το συμπόσιο που προσέφερε τις πλουσιότερες δυνατότητες. Από κανένα κανονικό συμπόσιο δεν μπορούσε να λείπουν τα τραγούδια: ήταν τόσο αναπόσπαστα από εκείνο, όσο και τα υλικά του απαιτούμενα: το κρασί, τα στεφάνια, τα αρώματα, ο λιβανωτός, η αυλήτρια, κ.ο.κ. Στην Αθήνα του 5ου αιώνα, για την οποία είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι, η ποικιλία των συμποσιακών ασμάτων ήταν μεγάλη. Ένα λιγότερο παιδευμένο ή μουσικό μέλος της συντροφιάς θα αρκούνταν να τραγουδήσει ένα κοινό σκόλιο, ενώ ο επιτηδειότερος διπλανός του θα μπορούσε κάπως να αναπαραγάγει μια ωδή του Σιμωνίδη ή του Πινδάρου. Αλλά η πιο επιθυμητή ευκαιρία ήταν σ' ένα συμπόσιο να τραγουδήσει ένας ποιητής ποίημα δικό του, συνθεμένο ειδικά για την περίσταση. Πολλά τέτοια περιστασιακά τραγούδια είχαν γραφεί από τον Αλκαίο, τον Ανακρέοντα, και άλλους. Προσαρμόζονταν στην κατάσταση ενός περιορισμένου κύκλου και στις εμπειρίες του, στις διαθέσεις και στα ενδιαφέροντά του· η σύνδεση των τραγουδιών αυτών με τη ζωή από την οποία ξεπήδησαν δεν ήταν διόλου λιγότερο στενή και άμεση από ό,τι στην περίπτωση της ελεγείας και του ιάμβου. Η ύπαρξη της ποίησης αυτού του είδους οφείλεται πρωτίστως στην αίθουσα ενός συγκεκριμένου συμποσίου. Ταιριαστά θέματα θα βρεθούν στην ήττα ενός πολίτη μισητού στους συναγμένους εταίρους, στην ερωτική υπόθεση ενός συμπότη, σε μια αδέξια ιδιαιτερότητα ενός άλλου, με μια λέξη, σε οτιδήποτε έχει επίπτωση πάνω στη ζωή των συνδαιτυμόνων σ' αυτή την αίθουσα αυτό ειδικά το βράδυ. Ένα τέτοιο τραγούδι οφείλει πολλά στο κοινωνικό περιβάλλον και στις σχέσεις των διαφόρων ατόμων· τουλάχιστον μέρος της γοητείας του απορρέει από την οικεία ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία δημιουργήθηκε.
Περνώντας τώρα στον χορικό λυρισμό, στεκόμαστε μια στιγμή στο σημαντικότερο είδος του, τους ύμνους, και τα άλλα τελετουργικά τραγούδια. Όλα πληρούσαν μια ζωτική λειτουργία εντός του καθιερωμένου λατρευτικού συστήματος. Σε όχι λίγες περιπτώσεις απουσία λατρευτικού τραγουδιού θα καθιστούσε τη λατρεία λειψή και σχεδόν δίχως νόημα. Σε τι θα χρησίμευε αν η πόλη προσέφερε πολυδάπανες θυσίες στον Απόλλωνα σε ένα από τα μεγάλα κέντρα λατρείας του, ή να του αφιερώναμε ένα νέο ναό, αν δεν γνωστοποιούσαμε σ' εκείνον και σε όλη την Ελλάδα τι επράξαμε καθώς και τι λογής αντευεργεσίες ζητούμε από τον θεό για τα Άβδηρα ή τις Θήβες ή τις Αθήνες ή όποιο άλλο όνομα φέρει η πόλη μας; Το αναγνωρισμένο μέσον για τον σκοπό αυτό είναι το παιωνίζειν, η εκτέλεση ενός παιάνα από τον χορό. Αν κατόπιν παραγγελίας μας έχει συντεθεί επί τούτου ένα λαμπρό ποίημα, και φροντίζουμε να γίνουν οι πρόβες με κάθε επιμέλεια, είναι γιατί ελπίζουμε όχι μόνον να ευχαριστήσουμε έτσι τον θεό, αλλά ταυτόχρονα να αυξήσουμε τη δόξα της κοινωνίας μας. Μερικές φορές οι παιάνες τραγουδιούνταν στους τόπους, όπου, ενώπιον του ιερού ή ενός βωμού, στάθμευε η πομπή, κάποτε όμως καταλληλότερη θεωρούνταν η εκτέλεση ειδικών πομπικών ασμάτων, των προσοδίων. Κάποιες λατρείες απαιτούσαν παρθένια, ύμνους αδόμενους από χορό παρθένων, ενώ άλλες λατρείες απαιτούσαν άλλα είδη τραγουδιών. Αρκούν τόσες λεπτομέρειες. Οπουδήποτε στρέψουμε το βλέμμα, συναντούμε τις ίδιες γενικές συνθήκες. Κατά την περίοδο που μας απασχολεί, ο βασικός χαρακτήρας του ιερού άσματος υπαγορευόταν από τις ειδικές απαιτήσεις μιας ειδικής λατρευτικής πρακτικής. Το ποίημα κατείχε προκαθορισμένη θέση στη θρησκευτική ζωή της κοινότητας· υπηρετούσε έναν άμεσο σκοπό, και ο ποιητής, οσοδήποτε σπουδαίος, αναμενόταν κυρίως να μιλήσει όχι εξ ονόματος του προσώπου του, αλλά ως φερέφωνο εκείνων που του είχαν αναθέσει τη σύνθεση του ποιήματος.
Θα κλείσω την επιλογή αυτή παραδειγμάτων, ένα απλό διάγραμμα, με λίγα λόγια για τα ἐγκώμια ή ἐπινίκια, ποιήματα αδόμενα από χορό, για να γιορταστεί μια νίκη σε αθλητικές διοργανώσεις, τοπικές ή πανελλήνιες. Εδώ πάλι πρέπει να γίνει κατανοητό ότι πρόθεση τέτοιου ποιήματος δεν ήταν να δώσει μιαν απλή αντανάκλαση της πραγματικής ζωής μέσα από το κάτοπτρο της λογοτεχνίας ή ένα είδος διακοσμητικής προθήκης στη νίκη, κάτι που θα μπορούσε εξίσου καλά και να παραληφθεί. Το τραγούδι ήταν αναπόσπαστο στοιχείο των πανηγυρικών εκδηλώσεων, ήταν όντως το επιστέγασμα στη σειρά γεγονότων, που έμελλαν να είναι για πολλά ελληνόπουλα και νέους άνδρες η υπέρτατη δόξα της ζωής τους. Την εσπέρα μετά τη νίκη στην Ολυμπία ή στους Δελφούς ή αλλού, το έθιμο ήθελε οι φίλοι του νικητή να αυτοσχεδιάζουν μια εύθυμη πομπή, έναν κῶμο, και, κατά προτίμηση με συνοδεία κάποιου οργάνου, να διασκεδάζουν συντροφικά για την επιτυχία. Πολύ λαμπρότερος, όμως, κῶμος περίμενε τον νικητή κατά την επιστροφή στον τόπο του. Εκεί θα υποδεικνυόταν με κάθε μέσο ότι από το επίτευγμα του ενός αυτού ατόμου διαρκής φήμη θα κοσμούσε εφεξής τη γενιά του, τους προγόνους του και την πόλη όλη. Στο τραγούδι θα συμπλέκονταν μια σειρά από παραδοσιακά επαινετικά θέματα· αλλιώς η νίκη θα στερούνταν από ένα σημαντικό τμήμα της. Κάποιο είδος γιορταστικού άσματος είχε προφανώς σταθερή θέση σε κάθε τέτοιον πανηγυρισμό, αλλά ήταν θέμα τύχης, και συχνά εξαρτιόταν πολύ από την κοινωνική και οικονομική κατάσταση του νικητή και της οικογενείας του αν μπορούσαν να αναθέσουν σε έναν φημισμένο ποιητή να συνθέσει το ἐπινίκιον άσμα. Ωστόσο, είτε μεγαλόπνοα ποιητικά έργα είτε προϊόντα μιας τέχνης απλής, τα ποιήματα που γράφονταν για τέτοιες περιστάσεις αποτελούσαν οργανικό στοιχείο στη ζωή της κοινωνίας, που έδινε την αφορμή για τη γένεσή τους.
Ένα πρώτο βήμα προς τη νέα αντιμετώπιση της λυρικής ποίησης έγινε, όταν οι άνθρωποι απέκτησαν τη συνήθεια να διαβάζουν για την ευχαρίστησή τους μονωδίες και χορικά άσματα γραμμένα από τους μεγάλους τεχνίτες του παρελθόντος. Η συνήθεια εδραιώθηκε στην Αθήνα του 5ου αιώνα, όπως δείχνουν όλα τα τεκμήρια. Οι νέοι διδάσκονταν, στο πλαίσιο της μουσικής τους άσκησης, από αντίγραφα που ανήκαν στους δασκάλους τους, τα λόγια και τις μελωδίες πολλών φημισμένων τραγουδιών, και στα συμπόσια όλο και κάποια μέλη της συντροφιάς θα ήταν σε θέση να απαγγείλουν τέτοιες συνθέσεις, που είχαν καταλήξει να αντιπροσωπεύουν ό,τι θα αποκαλούσαμε κλασική ποίηση και μουσική. Όταν ένας κωμωδιογράφος επέλεγε να δανειστεί, πρώτ' απ' όλα μια μελωδία, αλλά και μια ή δυο φράσεις από τον Αλκαίο, τον Ανακρέοντα, ή από τον Στησίχορο, τον Σιμωνίδη και τον Πίνδαρο, θα έπρεπε να περιμένει από έναν μεγάλο του κοινού του να αναγνωρίσει το δάνειό του και να το εκτιμήσει. Δεν χρειάζεται να υποθέσουμε ότι αυτή την περίοδο αφθονούσαν τα κείμενα των λυρικών (ή και άλλων) ποιητών· υπήρχε πάντως επαρκής αριθμός αντιτύπων σε κυκλοφορία, και οι φανατικοί μπορούσαν να εξασφαλίσουν ένα αντίτυπο ή να το παραγγείλουν. Ήδη οι αναγνώστες αυτοί χωρίζονταν με σημαντική απόσταση από τις συνθήκες παραγωγής των ποιημάτων και δεν θα ενδιαφέρονταν και τόσο για τον άμεσο σκοπό, για τον οποίο προορίζονταν αυτά αρχικά. Ό,τι θα ενδιέφερε πάνω απ' όλα τους μεταγενέστερους αυτούς αναγνώστες θα ήταν τα γενικότερα και πιο ανθεκτικά στον χρόνο στοιχεία των ποιημάτων, ακριβώς εκείνα τα στοιχεία από τα οποία εξαρτάται, σε τελευταία ανάλυση, το μεγαλείο των έργων της τέχνης και της λογοτεχνίας. Έτσι συνέβη ώστε ποιήματα, που κάποτε γράφηκαν για μια ειδική περίσταση και ήταν στενά δεμένα με τα συγκεκριμένα συμφραζόμενα και τις συνθήκες τους ("περιστασιακή ποίηση"), άρχισαν να υπόκεινται σε μια διαδικασία χειραφέτησης. Ήταν περίπου αναπόφευκτο να ακολουθήσει το επόμενο στάδιο, κατά το οποίο ποιήματα κάθε γραμματειακού είδους (: ίαμβοι, ελεγείες, και όλα τα λυρικά είδη) δεν παράγονταν πλέον για ειδική περίσταση και χρήση ούτε απευθύνονταν σε ειδικό και περιορισμένο ακροατήριο, αλλά εξαρχής γράφονταν για να βρουν τη θέση τους σε έναν κύλινδρο παπύρου, όπου θα μπορούσε να τα πάρει στα χέρια του ένας αναγνώστης, της αυτής ή της επόμενης γενεάς, σε οποιαδήποτε περιοχή της Ελλάδας ή του εξελληνισμένου κόσμου, αν νοιαζόταν για τέτοια ποιήματα. Αφ' ης στιγμής παγιώθηκε το βιβλίο ως κανονικό μέσο για τη διάδοση των ποιημάτων, η χειραφέτηση της ποίησης από τις συνθήκες της ζωής της ορισμένης κοινωνίας είχε πλέον αμετάκλητα συντελεστεί.»