Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός
Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση
του Ι. Ν. Καζάζη (με τη συνεργασία της Μαργαρίτας Σωτηρίου)
Α2. Το λυρικό γένος
Α2.1. Ιστορική εξέλιξη
Η λυρική ποίηση είναι ένα από τα τρία γένη της ποίησης. Τα άλλα δύο είναι το έπος και το δράμα. Στον αντίποδα της τριτοπρόσωπης αφήγησης μιας μυθικής ιστορίας από το έπος, η λυρική ποίηση περιγράφει σε πρώτο πρόσωπο μια εικόνα ή μια κατάσταση αποφεύγοντας τον αρχαίο μύθο ή κάνοντας περιορισμένη και παραδειγματική χρήση του. Το δράμα παριστάνει επί σκηνής μια μυθική υπόθεση ενώ ο λόγος των δρώντων προσώπων διασταυρώνεται άμεσα χωρίς την παρέμβαση του ποιητή, πλην των χορικών που συγγενεύουν με τη λυρική ποίηση και των αγγελικών ρήσεων που προέρχονται από το έπος.
Η εσωτερική νομοτέλεια που καθόριζε τάχα τη διαδοχική εμφάνιση των τριών ποιητικών γενών στο ιστορικό γίγνεσθαι, όπως τουλάχιστον αναδείχθηκε από γραμματολόγους του 19ου αι. σήμερα έχει πια πάψει να ισχύει. Και αυτό γιατί το απλό, ανώνυμο ή δημώδες, προλογοτεχνικό τραγούδι που συνοδεύει όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων συνιστά, σε τελευταία ανάλυση, την ουσία της λυρικής ποίησης. Τα ίχνη λυρικών τραγουδιών που εντοπίζονται στα ομηρικά κείμενα συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης και λογοτεχνημένης λυρικής ποίησης ταυτόχρονα με το έπος.
Ένας παιάνας που άδεται προς εξιλέωση του οργισμένου Απόλλωνα (1. 472), ένας θρήνος για την απώλεια του Πατρόκλου (18. 50) και του Έκτορα, ένας υμέναιος (18. 493), ένα τραγούδι (λῖνος) για τον τρύγο (18. 570).
Η λυρική ποίηση, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, έγινε η κύρια έκφραση της ποίησης από το 650-450 π.Χ. Η ποιοτική εξέλιξη που σημείωσαν τόσο η μονωδία όσο και η χορική ποίηση ήταν τόσο σημαντική, ώστε γραμματολογικά είμαστε σε θέση να διακρίνουμε δύο περιόδους της αρχαϊκής λυρικής ποίησης: τον πρώιμο και τον όψιμο λυρισμό. Στην πρώτη περίοδο, μορφές όπως ο Τέρπανδρος ή αργότερα ο Στησίχορος φαίνεται να ακολουθούν τον δρόμο του Ομήρου μελοποιώντας μυθικές αφηγήσεις επικού τύπου. Αντίθετα, το ποιητικό πρόγραμμα του αρχηγέτη της πρώιμης λυρικής ποίησης, Αρχίλοχου, που με γλώσσα απερίφραστη και φυσική, στοχεύει στη χάραξη μιας νέας λυρικής πορείας, χαρακτηρίζεται από έντονη επαναστατική διάθεση και διεκδικητικό έναντι του έπους πνεύμα σε επίπεδο θεματικό, μετρικό-τεχνικό και ιδεολογικό. Ο ρομαντικός και μονομερής θαυμασμός του έπους για την παλαιά αρετή (ως ανδρεία) υποχωρεί· τώρα ο άνθρωπος καθρεφτίζεται ως εφήμερο ον και μεταβαλλόμενο ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες της ζωής. Με τη Σαπφώ συντελείται η δεύτερη ανατροπή των παραδοσιακών συντεταγμένων της παλαιάς ποίησης με σημαντικές φιλοσοφικές προεκτάσεις, ενώ με τον Αλκαίο η οξύτητα των πολιτικών αγώνων μεταφράζεται σε γνήσια ποίηση. Με τον Ανακρέοντα, τέλος, η ώριμη πια μονωδία στρέφεται προς τη μεταειδολογική ειρωνική κομψότητα και εξελίσσεται σε μια ραφιναρισμένη τέχνη.
Η δεύτερη περίοδος είναι η χρυσή εποχή της λυρικής ποίησης. Ο λυρισμός απομακρύνεται από την προηγούμενη γραμμική (παρατακτική) ανάπτυξη του ποιήματος του Αλκμάνα και αποκτά αίγλη ειδικά με προθήκη τον χορικό λυρισμό του Ίβυκου. Τώρα πια οι μεγαλοπρεπείς περιστάσεις, για τις οποίες προοριζόταν η πολυπρόσωπη και δαπανηρή δημόσια εκτέλεση ενός χορικού άσματος, απαιτούν ένα πολυεπίπεδο μουσικό μπαρόκ με μια προκλασική αίσθηση οργανικής ενότητας και συνοχής. Μόνον, όμως, με τον Πίνδαρο αγγίζουμε την κορυφή του αρχαιοελληνικού λυρισμού. Ο μύθος επανεγκαθίσταται με λειτουργία πρωτίστως παραδειγματική, ενώ η ανάγκη ενσωμάτωσής του δημιουργεί «λυρική αφήγηση» ωθώντας τον χορικό λυρισμό ως τα ακραία ειδολογικά σύνορά του. Με τον Βακχυλίδη υπερτονίζεται η θεατρική δομή του χορικού άσματος και προετοιμάζεται το έδαφος για τη μεγάλη περιοχή του δράματος. Τέλος, η στοχαστική και η θρηνητική ποίηση του Σιμωνίδη προτείνει μιαν εκδοχή του οικουμενικού ανθρωπισμού που συγκλονίζει τον σημερινό αναγνώστη.
Σε ό,τι αφορά την πρώιμη ελεγεία, μετά το παραινετικό πολεμιστήριο άσμα του Καλλίνου και την πιο σύνθετη πολεμική παραίνεση του Τυρταίου, ο νομοθέτης-ποιητής Σόλων εκφράζει με τους στίχους του μια βαθιά θεολογική πολιτική πρόταση που συνιστά το θεωρητικό υπόβαθρο της νομοθεσίας του για την πόλη της Αθήνας και ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για την ανάπτυξη του κεντρικού προβληματισμού της αρχαίας τραγωδίας. Πλάι στον γνωμολογικό Θέογνη, διαρκώς παραπονούμενο για την έκπτωση των αξιών της παλαιάς αριστοκρατίας, ο Σημωνίδης ο Αμοργίνος ανεβάζει την αισχρολογία και το προσωπικό σκώμμα σε έκφραση κοινωνικής κριτικής. Στην απαισιοδοξία του Σημωνίδη, οι ελάχιστες γνώσεις μας για τη γλυκιά μελαγχολία του Μίμνερμου ολοκληρώνουν την εικόνα της ελεγειακής και ιαμβικής ποίησης.
Λυρική ποίηση εξακολουθεί να γράφεται και μετά το 450 ως το τέλος της κλασικής εποχής, είτε αυτόνομα είτε με τη μορφή του ανανεωμένου «νόμου» και του «νέου διθυράμβου». Άλλοτε μετενσαρκώνεται στα χορικά τμήματα του αττικού δράματος. Ενώ στο πρώτο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ. η κλασική ελεγεία και ο ίαμβος στερεύουν ολοσχερώς, στο τελευταίο τέταρτο του ίδιου αιώνα, αναβιώνουν όλα συνειδητά: πλέον γίνεται λόγος για την «αλεξανδρινή ποίηση». Τώρα, εμφανίζονται υβριδικές μορφές λυρικής «ποίησης βιβλίου» και το κεφάλαιο της δημιουργικής σύνθεσης κλείνει οριστικά. Εφεξής καλλιεργούνται επιβιωτικά ή αναβιωτικά, προπάντων η ποίηση του ελεγειακού διστίχου, και λιγότερο των ανακρεοντείων και της σαπφικής στροφής. Στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση διαπιστώνεται το παράλληλο ρεύμα λόγιας λυρικής ποίησης με επιλεκτική μόνον συνέχεια προς τον αρχαϊκό λυρισμό, στα θέματα και στις εκφραστικές προτιμήσεις, στη στιχουργική και στην περιγραφική επιμονή.
Στα νεότερα χρόνια, στη μεταβεβλημένη πλέον σχέση ατόμου και κοινότητας αντιστοιχεί η λυρική ποίηση του ατόμου με επιπόλαιη και παραπλανητική σχέση προς τον αρχαίο λυρισμό. Στην Ευρώπη η αναβίωση, με τα κινήματα του κλασικισμού και του παρνασσισμού, επανέφερε σε κυκλοφορία κάποιες από τις παλαιές συμβάσεις του αρχαίου λυρισμού, στα θέματα και στην τεχνική, ευνοώντας μιμητικές αποδράσεις με τη μορφή της ανακρεόντειας ή της πινδαρικής ποίησης. Στη νεοελληνική ποίηση η επανασύνδεση του λυρισμού με τις αρχαίες πηγές του έγινε έμμεσα, μέσω των ευρωπαϊκών λογοτεχνικών κινημάτων. Ουσιαστικότερη σύνδεση επεδίωξαν οι εκπρόσωποι της γενιάς του '30 στο πλαίσιο της αναζήτησής τους για τις ρίζες της ελληνικότητας.