Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "Ρ*"
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[σύνταξη]
- ρήμα, αμετάβατο [intransitive verb]
-
Βλ. μεταβατικότητα
[σύνταξη]
- ρήμα, διμετάβατο [bitransitive verb]
-
Βλ. μεταβατικότητα
[σύνταξη]
- ρήμα, μεταβατικό [transitive verb]
- Bλ. μεταβατικότητα...
[σύνταξη]
- ρηματική φράση [verb phrase]
-
Βλ. φράση
- ρίζα [root]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- ρίμα [rhyme]
- Συστατικό της ιεραρχικής δομής της συλλαβής, που αποτελείται από τον Πυρήνα, το υποχρεωτικό μέρος της συλλαβής, συνήθως με φωνήεν, και την Έξοδο, το μη φωνηεντικό μέρος, συνήθως σύμφωνο ή ημίφωνο, που κλείνει τη συλλαβή· π.χ. στη συλλαβή - η Έξοδος. p(author). Α. Μαλικούτη-Drachman...
[φωνητική]
- ρινικό σύμφωνο [nasal consonant]
-
Βλ. έρρινο σύμφωνο
- ρομανικές γλώσσες [Romance languages]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- ρυθμιστική / περιγραφική γραμματική [prescriptive / descriptive grammar]
-
Χωρίς περιεχόμενο...