Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Θεματική περιοχή: "φωνητική"
96 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[φωνητική]
- flap
-
Χωρίς περιεχόμενο...
[φωνητική]
- άηχο σύμφωνο [voiceless / unvoiced consonant]
- Όρος ταξινόμησης των συμφώνων με βάση το διακριτικό χαρακτηριστικό της ηχηρότητας. Πρόκειται για τα σύμφωνα που παράγονται όταν οι φωνητικές χορδές παραμένουν τόσο ανοιχτές ώστε να είναι αδύνατο να τεθούν σε παλμική κίνηση, ενώ ταυτόχρονα η ροή του αέρα παρεμποδίζεται σε κάποιο σημείο της στοματικής κοιλότητας. Άηχα σύμφωνα της νέας ελληνικής είναι τα κλειστά [p t k c], τα τριβόμενα...
[φωνητική]
- αηχοποίηση [devoicing]
- Η φωνητική/φωνολογική διαδικασία με την οποία ένα ηχηρό σύμφωνο τρέπεται σε άηχο....
[φωνητική]
- ακουστική φωνητική [acoustic phonetics]
-
Βλ. φωνητική
[φωνητική]
- ακροατική φωνητική [auditory phonetics]
-
Βλ. φωνητική
[φωνητική]
- ακροδοντικό σύμφωνο [apico-dental consonant ]
-
Βλ. οδοντικό σύμφωνο
- αλλόφωνο [allophone]
-
Βλ. φώνημα
[φωνητική]
- ανακεκαμμένο σύμφωνο [retroflex consonant]
- Όρος που αναφέρεται στη διάκριση των συμφώνων με βάση τον τόπο άρθρωσής τους. Κατά την άρθρωση των ανακεκαμμένων η άκρη της γλώσσας, που είναι ένας εξαιρετικά ευκίνητος αρθρωτής, τοποθετείται πίσω από τα φατνία και μπορεί να στρίψει τόσο ώστε να ακουμπήσει στον ουρανίσκο. Τα σύμφωνα αυτά λοιπόν αρθρώνονται στην μεταφατνιακή προς ουρανική περιοχή του στόματος, χωρίς όμως να μπορούν να...
[φωνητική]
- ανοιχτό φωνήεν [open vowel]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- ανομοίωση [dissimilation]
-
Χωρίς περιεχόμενο...