Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Θεματική περιοχή: "υφολογία"
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[υφολογία]
- ασύνδετο [asyndeton]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
[υφολογία]
- ειρωνεία [irony]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- ευφημισμός [euphemism]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- παρομοίωση [simile]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
[υφολογία]
- σχήμα λιτότητας [litotes / understatement]
- Πρόκειται για ένα υφολογικό τέχνασμα που χρησιμοποιείται για να μετριάσει -για λόγους κοινωνικούς ή ψυχολογικούς- την κατηγορηματικότητα/απολυτότητα μιας δήλωσης. Στην ουσία είναι ένας πλάγιος τρόπος έκφρασης, τον οποίο επιτυγχάνουμε γλωσσικά χρησιμοποιώντας στη θέση ενός λεξήματος το αντίθετό του με άρνηση, π.χ. . p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)...
- σχήμα λόγου [figure of speech]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
[υφολογία]
- σχήμα υπερβολής [hyperbole]
- Υφολογικό μέσο που χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στη σημασία μιας γλωσσικής έκφρασης, π.χ. p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)...
[υφολογία]
- υφολογία [stylistics]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- ύφος [style]
- Πρόκειται για μια έννοια που έχει λάβει πολλούς ορισμούς κυρίως στο πλαίσιο της ρητορικής και της θεωρίας της λογοτεχνίας. Μόνο τις τελευταίες δεκαετίες το ύφος αποτέλεσε αντικείμενο συστηματικής γλωσσολογικής διερεύνησης. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το ύφος (και όχι ειδικά το χρήση της γλώσσας σε σχέση με τις προσδοκίες που ένα κοινό έχει διαμορφώσει για τον τρόπο (ή τους τρόπους) απόδοσης...