σχήμα υπερβολής [hyperbole]
σχήμα υπερβολής [hyperbole]
Υφολογικό μέσο που χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στη σημασία μιας γλωσσικής έκφρασης, π.χ. έχω πάει χιλιάδες φορές στην Αθήνα. Συχνά αποτελεί στοιχείο που συνοδεύει μεταφορικές εκφράσεις και εντείνει την παραστατικότητά τους: τρελάθηκα από την αγωνία μου.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)