Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Θεματική περιοχή: "λεξικογραφία"
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντίστροφο λεξικό [reverse dictionary / index]
- Το λεξικό που κατατάσσει αλφαβητικά τις λέξεις μιας γλώσσας όχι με βάση την αρχή τους αλλά με βάση το τέλος τους. H κατάταξη αυτή βοηθάει ιδιαίτερα τους μελετητές της μορφολογίας μιας γλώσσας, καθώς ομαδοποιεί τις λέξεις ανάλογα με το τέλος τους (ληκτικό φώνημα, παραγωγικό μόρφημα, δεύτερο συνθετικό κλπ.). Έτσι π.χ. μπορεί να βρει κανείς συγκεντρωμένες όλες τις λέξεις που...
- γλώσσες [glosses]
- Όρος που στην ελληνική λογοτεχνική κριτική σήμαινε λέξεις ή εκφράσεις που δεν ανήκουν στην ομιλούμενη γλώσσα αλλά σε διάλεκτο, λογοτεχνική ή μη (Αριστ. νεολογισμοί ή μεταφορές. Ήδη οι ομηρικές «γλώσσες» προκάλεσαν το ενδιαφέρον των σοφιστών, ενώ η φιλοσοφική ενασχόληση με τη γλώσσα τον 5ο αιώνα και οι μελέτες της περιπατητικής σχολής τους επόμενους δύο αιώνες ενίσχυσαν το ενδιαφέρον για τις...
- λεξικογραφία [lexicography]
-
Χωρίς περιεχόμενο...