Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Θεματική περιοχή: "λεξικολογία"
26 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δάνειο [loan word]
-
Βλ. δανεισμός
- δανεισμός [borrowing]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- ειδικά λεξιλόγια [special vocabularies]
- H διαφοροποίηση των ειδικών γλωσσών από τη γενική γλώσσα υπηρετείται κυρίως από τα σημασία στη φυσική από ό,τι στο γενικό λεξιλόγιο· η λεξική μονάδα λαμβάνει άλλη σημασία στην οικονομία, άλλη στη γλωσσολογία και άλλη στο γενικό λεξιλόγιο. p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)...
- ειδικές γλώσσες [special languages]
- Οι γλώσσες που χρησιμοποιούν οι ειδικοί σε κάποιον τομέα, (επαγγελματικό, επιστημονικό κλπ.)∙ π.χ. η γλώσσα της φιλοσοφίας ή «τα αγγλικά για τις επιχειρήσεις και τη διοίκηση». Oι χρήση. Π.χ. H σημασιολογική εξειδίκευση που λαμβάνουν λέξεις ή εκφράσεις όπως στη γεωργία κλπ. καθορίζεται από τη χρήση τους στις επιστήμες αυτές. p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την...
- ιδιωματική έκφραση [idiom]
- Η ιδιωματική έκφραση είναι μια ειδική κατηγορία φρασεολογισμού, π.χ. ...
- λέξη [word]
- Η λέξη είναι μια μονάδα του λόγου που αναγνωρίζεται εύκολα από τους φυσικούς ομιλητές στη γλώσσα τους. Ωστόσο, ως επιστημονικό αντικείμενο η λέξη δεν είναι εξίσου εύκολα αναγνωρίσιμη και αναλύσιμη. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης της μορφολογίας ως προς την εσωτερική δομή της, της λεξικολογίας ως προς τη σημασία της, αλλά και της λεξικογραφίας ως προς τις πρακτικές πλευρές που αφορούν τη...
- λέξη, ελεύθερη [free word]
- Bλ. λέξη...
- λέξη, λεξική [lexical word]
-
Βλ. λέξη
- λέξη, πλήρης [full word]
-
Βλ. λέξη
- λέξη, σύνθετη [compound word]
-
Βλ. λέξη