ειδικές γλώσσες [special languages]
ειδικές γλώσσες [special languages]
Οι γλώσσες που χρησιμοποιούν οι ειδικοί σε κάποιον τομέα, (επαγγελματικό, επιστημονικό κλπ.)∙ π.χ. η γλώσσα της φιλοσοφίας ή «τα αγγλικά για τις επιχειρήσεις και τη διοίκηση». Oι ειδικές γλώσσες αποτελούν επιμέρους συστήματα που στηρίζονται στη -και παράγονται από τη- γενική γλώσσα. Δεν υπάρχει καμιά απόλυτη τομή ανάμεσα στη γενική και την ειδική γλώσσα. Tο κατώφλι ανάμεσα στη γενική και την ειδική γλώσσα μπορεί να οριστεί μόνο από πραγματολογικά κριτήρια που παράγονται από τη χρήση. Π.χ. H σημασιολογική εξειδίκευση που λαμβάνουν λέξεις ή εκφράσεις όπως αντίσταση στη φυσική, αξία στην οικονομία, πεινασμένο χώμα στη γεωργία κλπ. καθορίζεται από τη χρήση τους στις επιστήμες αυτές.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)