χρήση [language use]
χρήση [language use]
Η διάκριση σημασίας και χρήσης (της σημασίας) μιας λέξης προϋποθέτει ότι αντιδιαστέλλουμε την «αφηρημένη» λεξική σημασία προς τη «συγκεκριμένη» σημασία που μια λέξη αποκτά μέσα σε συνομιλιακά και κειμενικά συμφραζόμενα. Η λεξική σημασία διατηρεί τα θεμελιώδη γνωρίσματα της συγκεκριμένης ή αφηρημένης οντότητας με την οποία συνδέεται. Έτσι, μπορούμε να έχουμε σημασίες φυσικών αντικειμένων ('τραπέζι', 'φεγγάρι', 'περιστέρι', 'τουλίπα') και σημασίες φαινομένων, διαδικασιών και καταστάσεων, ψυχικών ή κοινωνικών ('τριβή', 'ηλεκτρισμός', 'κοινωνικοποίηση', 'οργή', 'πίστη', 'φαντασία'). Αλλά οι λεξικές σημασίες που συνδέονται με περιγράψιμα αντικείμενα αναφοράς , εξαιτίας της σημασιολογικής αλλαγής των λέξεων, εξελίσσονται σε μη αναφορικές σημασίες, δηλαδή σημασίες κειμενικές και διαπροσωπικές (βλ. παρακάτω), που, ενώ μοιάζουν πιο αφηρημένες από τις προηγούμενες (επειδή λείπει το αντικείμενο αναφοράς), ωστόσο κρυσταλλώνονται μέσα από τη χρήση των λέξεων και συγκεκριμενοποιούνται in situ. Πρόκειται για σημασίες που δύσκολα μπορεί να προβλέψει ένα λεξικό, γιατί διαμορφώνονται σε περιβάλλον λόγου και όχι στο γλωσσικό σύστημα. Ένα παράδειγμα: το έτσι ανέπτυξε από μια αρχική δεικτική (του εγγύς φυσικού περιβάλλοντος), άρα αναφορική, σημασία, μια σημασία πιο αφηρημένη ('με αυτό τον τρόπο'), που όμως εξακολουθεί να είναι αναπαραστατική της πραγματικότητας ('Όπως ο συγγραφέας έχει τους οπαδούς του, έτσι ακριβώς και ο δάσκαλος που έχει κέφι και όρεξη για τη δουλειά του στην τάξη μέσα έχει κι αυτός τους οπαδούς του'). Σε μεταγενέστερη φάση το έτσι αρχίζει να χρησιμοποιείται στον λόγο σαν μηχανή που κλέβει χρόνο, για να μπορέσει ο τρέχων ομιλητής να προετοιμάσει καλύτερα τη συνέχεια του εκφωνήματός του (…δηλαδή μέσα από τη δέσμευση το / του προγράμματος, της προϊσταμένης αρχής, που δεν είναι πάντα έτσι ε πολύ ανοιχτόμυαλη…) ή ως επισχετικό, για τη μείωση δηλαδή της κατηγορηματικότητας μιας απόφανσης (…ε αυτό νομίζω ότι είναι έτσι η πιο αξιόλογη δουλειά μου…). Αυτές είναι κειμενικές σημασίες ή, καλύτερα, χρήσεις του έτσι. Τέλος, η ίδια λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί στον λόγο για να δειχθεί η ευγένεια του ομιλητή, η φροντίδα του δηλαδή μήπως και φέρει σε δύσκολη θέση τον συνομιλητή του και τον αναγκάσει να πει ή να κάνει πράγματα που δεν θα ήθελε (Θα θέλατε έτσι να μας μιλήσετε για την προσωπική σας περιπέτεια;). Οι τέτοιου είδους χρήσεις, που αναφέρονται στις κοινωνικές και ψυχολογικές σχέσεις των συνομιλητών, ονομάζονται διαπροσωπικές. (Βλ. και πραγματολογία.)
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)