δείξη [deixis]
δείξη [deixis]
Η δείξη, ως πραγματολογικό φαινόμενο που έχει να κάνει με τη χρήση της γλώσσας, αποτελεί την πλέον προφανή και ευθεία αντανάκλαση της σχέσης μεταξύ γλώσσας και «πραγματικότητας». Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται στη χρήση συγκεκριμένων γλωσσικών εκφράσεων που έχει στη διάθεσή του ο ομιλητής για να εντοπίσει και να ταυτοποιήσει πρόσωπα, αντικείμενα, γεγονότα, διαδικασίες και δραστηριότητες μέσα στα τοπικοχρονικά, κοινωνικά, και κειμενικά συμφραζόμενα που δημιουργεί και συντηρεί η πράξη της εκφώνησης και η συμμετοχή σε αυτήν, τυπικά, ενός ομιλητή και τουλάχιστον ενός ακροατή. Π.χ., σε μια περίσταση μετακόμισης, η ομιλήτρια μπορεί να πει στο μεταφορέα Όπως είπαμε, πάρτε αυτά εδώ, σας παρακαλώ, και τοποθετήστε τα εκεί. Ο μεταφορέας θα καταλάβει τί ακριβώς καλείται να κάνει μόνον αν έχει παράλληλα αντίληψη των πραγματικών συμφραζομένων της εκφώνησης, δηλ. ποια είναι τα αντικείμενα που δηλώνονται με την έκφραση αυτά εδώ, ποιος είναι ο χώρος στον οποίο βρίσκονται (το «εδώ») και πού πρέπει να πάνε («εκεί») σε σχέση με τον χώρο που βρίσκεται η ομιλήτρια. Η δεικτική αντωνυμία και τα επιρρήματα εδώ και εκεί αποτελούν εκφράσεις τοπικής δείξης.
Στο παραπάνω εκφώνημα υπάρχουν γλωσσικά στοιχεία τα οποία ταυτοποιούν τους συνομιλιακούς ρόλους της ομιλήτριας και του ακροατή, δηλ. δείχνουν ποιος μιλάει σε ποιον στη συγκεκριμένη περίσταση. Έτσι, η ομιλήτρια δείχνει τον συνομιλιακό της ρόλο με την κατάληξη του ρήματος παρακαλώ, και ταυτοποιεί τον ρόλο του ακροατή με τις καταλήξεις των ρημάτων πάρτε και τοποθετήστε και την προσωπική αντωνυμία σας. Οι ρηματικές καταλήξεις και οι προσωπικές αντωνυμίες α΄ και β΄ προσώπου είναι εκφράσεις προσωπικής δείξης.
Η δήλωση του ρόλου της ομιλήτριας και του ακροατή συνδέεται επίσης με την ταυτοποίηση της μεταξύ τους κοινωνικής σχέσης. Έτσι, στο παραπάνω παράδειγμα, με τη χρήση του πληθυντικού της προστακτικής των ρημάτων και της αντωνυμίας σας η ομιλήτρια δηλώνει μια κοινωνική απόσταση από τον ακροατή (π.χ. δεν τον γνωρίζει αρκετά καλά), και συγχρόνως τη διάθεσή της να είναι ευγενής απέναντί του. Οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτό αποτελούν γλωσσικά στοιχεία κοινωνικής δείξης.
Ανάλογες δεικτικές εκφράσεις χρησιμοποιούνται προκειμένου να παραπέμψουν τον ακροατή σε τμήματα του λόγου, προγενέστερα ή μεταγενέστερα. Η έκφραση όπως είπαμε στο παράδειγμα ταυτοποιεί ένα κείμενο, ή τμήμα του λόγου, σε σχέση με το παρόν εκφώνημα της ομιλήτριας και επομένως συνιστά έκφραση κειμενικής δείξης (δηλ. το τρέχον κείμενο -της ομιλήτριας- δείχνει ένα άλλο). Παράλληλα, η χρήση του αορίστου είπαμε παραπέμπει σε ένα χρονικό διάστημα προγενέστερο του χρόνου του εκφωνήματος. Είναι, δηλαδή, ο ρηματικός χρόνος έκφραση χρονικής δείξης.
Όπως προκύπτει και από την εξέταση του παραπάνω παραδείγματος, η δείξη σηματοδοτεί τον βαρύνοντα ρόλο της ομιλήτριας στην πράξη της εκφώνησης, και με αυτή την έννοια οι τυπικές συντεταγμένες της είναι εγωκεντρικές: η ομιλήτρια, επειδή ακριβώς έχει τη δεδομένη στιγμή το προνόμιο της εκφοράς λόγου, διαλέγει για τον εαυτό της τον ρόλο του δεικτικού κέντρου και συνδέει τη δική της οπτική με όλες τις παραμέτρους της εκφώνησης. Έτσι, κατά την εκφώνηση, κεντρικό πρόσωπο είναι η ομιλήτρια, η οποία συνιστά και το κοινωνικό κέντρο, αφού ο ρόλος του ακροατή και η κοινωνική του θέση κωδικοποιούνται σε σχέση με τον ρόλο και την κοινωνική θέση της ομιλήτριας. Κεντρικό χρονικό σημείο είναι ο χρόνος κατά τον οποίο η ομιλήτρια παράγει το εκφώνημα. Κεντρικό τοπικό σημείο είναι η θέση της ομιλήτριας κατά τη στιγμή της εκφώνησης. Κέντρο του λόγου είναι το σημείο όπου επί του παρόντος βρίσκεται η ομιλήτρια κατά την πραγμάτωση του εκφωνήματός της.
Ρηματικές καταλήξεις και προσωπικές αντωνυμίες α΄ και β΄ προσώπου εκφράζουν προσωπική δείξη. Η χρήση του α΄ πληθυντικού παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες. Τυπικά, το πρόσωπο αυτό δηλώνει την ομιλήτρια και τον ακροατή ή τους ακροατές, όπως όταν ένας μαθητής ανακοινώνει στους συμμαθητές του Αύριο γράφουμε Γεωμετρία. Ωστόσο, το α΄ πληθυντικό πρόσωπο μπορεί να δηλώνει την ομιλήτρια και ίσως και άλλα άτομα τα οποία εκπροσωπεί αλλά να εξαιρεί τον ακροατή, όπως όταν ο μαθητής απευθύνεται στον καθηγητή λέγοντας Δεν θέλουμε να γράψουμε Γεωμετρία αύριο. Είναι ακόμη δυνατόν το α΄ πληθυντικό να εξαιρεί την ομιλήτρια και να δηλώνει τον ακροατή, όπως όταν μια μητέρα απευθύνεται στο παιδί της λέγοντας Πώς γράψαμε Γεωμετρία; εκφράζοντας έτσι, ίσως, μια ταύτιση με το παιδί.
Αν και η προσωπική δείξη αφορά κυρίως το α΄ και β΄ πρόσωπο, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί και το γ΄ ενικό για να ταυτοποιήσει τον ακροατή, όπως όταν για λόγους τυπικότητας που επιτάσσει η κοινωνική απόσταση μπορεί η ομιλήτρια, απευθυνόμενη στον ακροατή, να πει Θα ήθελε τίποτε άλλο ο κύριος;, ή χάριν αστεϊσμού να ρωτήσει η ομιλήτρια τον ακροατή της Τί άλλο θέλει τώρα το καμάρι μου;, ή όταν μια μητέρα, απευθυνόμενη στο μικρό παιδί της, λέει Τώρα η Μαρούλα θα φάει όλο της το φαγητό. Είναι σαφές ότι η τριτοπρόσωπη ταυτοποίηση του ακροατή έχει κοινωνικές και συναισθηματικές συνδηλώσεις.
Η τοπική δείξη κυρίως εκφράζεται με τα επιρρήματα εδώ, που σηματοδοτεί τη θέση της ομιλήτριας, και το εκεί που δηλώνει τον χώρο ο οποίος δεν περιέχει τη θέση της ομιλήτριας. Τοπική δείξη εκφράζει και το ζεύγος των αντωνυμιών αυτός,-ή,-ό και εκείνος,-η,-ο για να δηλώσει την εγγύτητα ή την απόσταση από την ομιλήτρια αντίστοιχα. Τα ρήματα πηγαίνω, έρχομαι, επιστρέφω και φέρνω, μεταξύ άλλων, συμβάλουν στην τοπική δείξη με το να συσχετίζουν την κίνηση που εκφράζουν με τη θέση της ομιλήτριας ή του ακροατή κατά την έναρξη ή τη λήξη της κίνησης.
Η χρονική δείξη εκφράζεται κυρίως με τα επιρρήματα σήμερα, αύριο, χτες, τώρα, μετά, ύστερα, έπειτα, πριν, ή τα εμπρόθετα σε /μετά από /πριν από λίγο, ενώ ο συνδυασμός χρονικών διαστημάτων (π.χ. ημερών, μηνών, ετών, κλπ.) με τα επίθετα προηγούμενος,-η,-ο, επόμενος,-η,-ο, και άλλος,-η,-ο έχουν δεικτική χρήση αφού συναρτώνται με τη στιγμή της εκφώνησης. Π.χ. η επόμενη /άλλη/ προηγούμενη Δευτέρα. Οι αντωνυμίες αυτός,-ή,-ό και εκείνος,-η,-ο επίσης χρησιμοποιούνται για χρονική δείξη. Αυτή /εκείνη τη Δευτέρα κλπ.
Δεδομένου ότι ο (προφορικός) λόγος χαρακτηρίζεται από χρονική διάρκεια και τα (γραπτά) κείμενα από τον φυσικό χώρο που καταλαμβάνουν και τη χρονική διάρκεια της γραφής και ανάγνωσής τους, η κειμενική δείξη εκφράζεται κυρίως με όρους τοπικής ή χρονικής δείξης. Με την έκφραση Θα δούμε περισσότερα παραδείγματα στο επόμενο μάθημα, η ομιλήτρια «δείχνει» τον λόγο που χρονικά έπεται του εκφωνήματός της, ενώ όταν διαβάζουμε Σε αυτό το κεφάλαιο θα εστιάσουμε στην έννοια της υποδήλωσης, η συγγραφέας δείχνει το κείμενο που βρίσκεται κοντά στο σημείο που διαβάζουμε (με άλλα λόγια, το σημείο γραφής/εκφώνησης), δηλ. το ίδιο κεφάλαιο που περιέχει ήδη την παραπάνω έκφραση.
Ας σημειωθεί, τέλος, ότι, αν και κατά τεκμήριο όλες οι γλώσσες διαθέτουν εκφράσεις γλωσσικής δείξης, το δεικτικό σύστημα μπορεί να διαφέρει μεταξύ γλωσσών /πολιτισμών (π.χ. να μην είναι εγωκεντρικό).
Πηγές
- Βελούδης, Γ. 2005β. Η σημασία πριν, κατά και μετά τη γλώσσα. Αθήνα: Κριτική.
- Lyons, J. 1977. Semantics. 2 τόμ. Cambridge: Cambridge University Press.
- Marmaridou, S. A. S. 2000. Pragmatic Meaning and Cognition. Amsterdam & Philadelphia: John Benjamins.