πραγματολογία [pragmatics]

πραγματολογία [pragmatics]

Η πραγματολογία μπορεί να οριστεί απλά (αλλά απλουστευτικά) ως τομέας της γλωσσολογίας που μελετά τη χρήση της γλώσσας - απηχώντας την ιστορικά πρώτη οριοθέτηση του ομώνυμου χώρου στο πλαίσιο της σημειολογίας . Αν όμως δεν διευκρινιστεί το περιεχόμενο της κεντρικής έννοιας («χρήση»), θα μπορούσε κανείς να την ταυτίσει άκριτα με τη μελέτη της ομιλίας (parole, κατά τον Saussure) ή της επιτέλεσης (performance, κατά τον Chomsky), διατηρώντας και τις υποκείμενες παραδοχές των διακρίσεων αυτών. Ωστόσο, στο πλαίσιο της πραγματολογίας η χρήση της γλώσσας σημασιοδοτείται στη βάση πτυχών και όψεων της επικοινωνίας (π.χ. προθέσεις και στόχοι των συνομιλούντων ατόμων, οι μεταξύ τους σχέσεις, οι γνώσεις και οι υποθέσεις τους για τον κόσμο, και ιδιαίτερα αυτά που θεωρούν ότι είναι αμοιβαία γνωστά) οι οποίες είναι εκτός πεδίου της δομικής ή/και γενετικής μετασχηματιστικής γλωσσολογίας .

Για τη συγκρότηση της πραγματολογίας ως τομέα της γλωσσολογίας στις αρχές της δεκαετίας του '70 καθοριστική ήταν η αντίληψη της «χρήσης» ως εμπρόθετης δραστηριότητας, μιας αντίληψης που εισήχθη στη γλωσσολογία από τον χώρο της αναλυτικής φιλοσοφίας (ειδικότερα, από τη φιλοσοφία της κοινής γλώσσας ) με τη θεωρία των γλωσσικών πράξεων (Austin, Searle). Βασική θέση της θεωρίας αυτής είναι ότι οι λέξεις (φράσεις , προτάσεις ) χρησιμοποιούνται για να κάνουμε κάτι, να επιτελέσουμε πράξεις - και όχι μόνο για να αναπαρασταστήσουμε/περιγράψουμε την πραγματικότητα. Ειδικότερα, οι προσλεκτικές πράξεις (π.χ. υπόσχεση, διαταγή, έκφραση συλλυπητηρίων, δήλωση, κ.λπ.), που αποτελούν μία πτυχή ενός εκφωνήματος στο πλαίσιο της γλωσσικής επικοινωνίας, έχουν επιπτώσεις στην επικοινωνιακή, θεσμική και γενικότερα κοινωνική πραγματικότητα, εφόσον συντρέχουν ορισμένοι όροι. Η διερεύνηση των όρων κάτω από τους οποίους είναι εφικτές και επιτυχείς οι προσλεκτικές πράξεις αλλά και των γλωσσικών μέσων με τα οποία μπορούν να πραγματοποιηθούν οι πράξεις αυτές είναι μερικά από τα θέματα που απασχολούν τη συγκεκριμένη θεωρία. Μια άλλη θεωρία, με παρόμοιες καταβολές, που συνέβαλε στη συγκρότηση και εδραίωση της πραγματολογίας είναι η θεωρία των συνομιλιακών υπονοημάτων (Grice). Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, που έχει ως σημείο εκκίνησης την ορθολογικότητα τoύ ατόμου, η γλωσσική επικοινωνία διέπεται από τη λεγόμενη Αρχή της Συνεργασίας. Όταν στόχος της επικοινωνίας είναι η μέγιστη ανταλλαγή πληροφοριών, η Αρχή της Συνεργασίας εξειδικεύεται ως προς την ποσότητα, την ποιότητα, τη σχέση των πληροφοριών που ανταλλάσσονται αλλά και του τρόπου με τον οποίο παρέχονται· προκύπτουν έτσι οι εξής επιμέρους συνομιλιακές αρχές: 1) δίνε μόνον τόσες πληροφορίες όσες χρειάζονται σε σχέση με τον στόχο της επικοινωνίας (ούτε περισσότερες ούτε λιγότερες)· 2) μη λες κάτι που πιστεύεις ότι είναι ψευδές ή για το οποίο δεν έχεις επαρκείς αποδείξεις· 3) μη λες άσχετα πράγματα· 4) απόφευγε την ασάφεια και την πολυσημία και δίνε τις πληροφορίες με συντομία και τάξη. Για την ομαλή διεξαγωγή της επικοινωνίας δεν είναι απαραίτητο, κατά τη θεωρία, τα άτομα που συμμετέχουν σε αυτή να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τις παραπάνω αρχές. Η απόκλιση, όμως, και ιδιαίτερα η σκόπιμη παραβίαση κάποιας από αυτές τις αρχές επιτρέπει στο ομιλούν άτομο να αφήσει να εννοηθεί κάτι (υπονόημα) πέρα από αυτό που λέγεται ρητά.

Αυτή ακριβώς η διαδικασία παραγωγής νοήματος το οποίο δεν ταυτίζεται με τη σημασία των λέξεων που εκφωνούνται και είναι άμεσα συναρτημένο με το συμφραστικό πλαίσιο -γλωσσικό και εξωγλωσσικό- της εκφώνησης βρίσκεται στο επίκεντρο της πραγματολογικής προσέγγισης της γλώσσας. Η στροφή του ενδιαφέροντος από τη σημασία των λέξεων/φράσεων/προτάσεων στα εκφωνήματα, στη συμφραστική γείωσή της και στο νόημα του ομιλούντος ατόμου, με όλα τα παρεπόμενά τους, επέτρεψε την καλύτερη κατανόηση διαφόρων ζητημάτων (π.χ. αναφορά, δείξη, προϋπόθεση κ.ά.) τα οποία η σύνταξη και η σημασιολογία δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ικανοποιητικά. Ταυτόχρονα, με τις παραπάνω θεωρίες άνοιξε και ο δρόμος για μια συνεκτικότερη εξέταση της διαπροσωπικής λειτουργίας της γλώσσας. Σε αυτή την κατεύθυνση συνέβαλε καθοριστικά η θεωρία της ευγένειας των Brown και Levinson, η οποία πρόσθεσε στη θεώρηση της επικοινωνίας αποκλειστικά από την οπτική της αποτελεσματικότητας και τη διάσταση του σεβασμού των αναγκών των συνομιλούντων ατόμων. Έννοια-κλειδί στο πλαίσιο αυτό είναι το «πρόσωπο» (έννοια που εισήγαγε πρώτος ο Goffman), δηλαδή η δημόσια εικόνα που θέλει να προβάλλει κάθε άτομο για τον εαυτό του, και βασική θέση ότι η αμοιβαιότητα του σεβασμού του προσώπου (λόγω της ορθολογικότητας των ατόμων) έχει ως συνέπεια τη διαμόρφωση στρατηγικών για την επίτευξη ενός στόχου, οι οποίες εξαρτώνται από τη σχέση των συνομιλούντων, την κοινωνική τους θέση κ.ά. και δεν συμπίπτουν απαραίτητα με την επιτέλεση της πιο «αποτελεσματικής» γλωσσικής πράξης. Η θεωρία αυτή κάνει μεν εμφανέστερη την κοινωνική διάσταση της χρήσης, αλλά δεν επαρκεί για να αντιληφθούμε τα ομιλούντα άτομα ως κοινωνικά υποκείμενα και τις συνθήκες της χρήσης ως κοινωνικούς όρους που επιτρέπουν ή αποτρέπουν τη διαπραγμάτευση των νοημάτων και των ερμηνειών, και κατ' επέκταση των σχέσεων (εξουσίας) ανάμεσα στα άτομα που μετέχουν στην επικοινωνία. Ο προβληματισμός αυτός φέρνει την πραγματολογική προσέγγιση της γλώσσας πολύ κοντά σε ορισμένες εκφάνσεις της κοινωνιογλωσσολογίας και χαρακτηρίζει σε μεγαλύτερο βαθμό την ανάπτυξη της πραγματολογίας στην ηπειρωτική Ευρώπη σε αντιδιαστολή προς την αγγλοσαξονική εκδοχή της.

Θ. -Σ. Παυλίδου

Πηγές

  • Horn, L. & G. Ward, επιμ., 2004. The Handbook of Pragmatics. Οξφόρδη: Blackwell.
  • Mey, J., επιμ. 1998. A Concise Encyclopedia of Pragmatics. Amsterdam: Elsevier.
  • Yule, G. 2006. Πραγματολογία. Επιμ., μτφρ. Θ.-Σ. Παυλίδου. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].