αναφορά [reference]

αναφορά [reference]

H γλωσσολογική σημασιολογία πραγματεύεται συνήθως τους όρους δήλωση, αναφορά και έννοια από κοινού και σε συσχέτιση μεταξύ τους. Η κύρια διάκριση (τόσο στη γλωσσολογία όσο και στη φιλοσοφία της γλώσσας ) γίνεται ανάμεσα στην έννοια από τη μια μεριά και στην αναφορά και τη δήλωση από την άλλη, ενώ συχνά οι δύο τελευταίοι όροι συγχέονται (ή χρησιμοποιείται μόνο η αναφορά για να καλύψει και τον χώρο της δήλωσης). Αυτό που συνδέει την αναφορά με τη δήλωση είναι ότι και οι δύο όροι αφορούν τη σχέση του γλωσσικού σημείου με τον εξωτερικό κόσμο. Αυτό που τις διαφοροποιεί είναι ότι μόνο η αναφορά αφορά τη σχέση ενός γλωσσικού σημείου με ό,τι αυτό εκπροσωπεί όταν χρησιμοποιείται από την ομιλήτρια σε κάποια εκφώνηση. Η δήλωση, αντίθετα, αφορά τη σχέση γλώσσας και κόσμου ανεξάρτητα από συγκεκριμένες περιπτώσεις χρήσης της γλώσσας στην επικοινωνία.

Συγκεκριμένα, όταν λέω Η κόρη μου είναι μηχανικός χρησιμοποιώ τη γλωσσική έκφραση Η κόρη μου (μια ονοματική φράση) ως «αναφορική έκφραση» ώστε να δώσω τη δυνατότητα στον συνομιλητή μου να εντοπίσει το αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου για το οποίο μιλάω (την κόρη μου). Επιτελώ, δηλαδή, μια πράξη αναφοράς που περιέχεται εξ ορισμού σε μια εκφωνηματική πράξη και με αυτή την έννοια δεν υπάρχει αναφορά εάν δεν υπάρχει εκφώνημα. Άρα, με βάση αυτή την αυστηρή έννοια του όρου, η αναφορά είναι πράξη και όχι εγγενής ιδιότητα κάποιων γλωσσικών σημείων. Με τη γενική έννοια του όρου, όμως, μπορούμε να μιλήσουμε και για προτάσεις (όχι μόνο εκφωνήματα) που περιέχουν αναφορικές εκφράσεις, δηλαδή εκφράσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την ομιλήτρια για να αναφερθεί σε κάποιο αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου.

Το τυπικότερο είδος γλωσσικής έκφρασης που λειτουργεί ως αναφορική έκφραση είναι τα ουσιαστικά (κύρια και κοινά ονόματα) γιατί έχουν συνήθως δήλωση, δηλαδή την ιδιότητα να συνδέονται με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου. Μπορώ έτσι να ρωτήσω σε τί αναφέρεται η λέξη αποκωδικοποιητής αλλά όχι σε τί αναφέρεται η λέξη εάν. Διακρίνουμε επίσης τις εκφράσεις με «σταθερή αναφορά», όπως για παράδειγμα η σελήνη, από τις υπόλοιπες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αναφερθεί η ομιλήτρια σε διαφορετικό αντικείμενο-εκπρόσωπο του είδους κάθε φορά (π.χ. το τραπέζι) και που αποτελούν την πλειοψηφία.

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους μη ειδικούς παρουσιάζει ίσως το γεγονός ότι σε πραγματικές συνθήκες επικοινωνίας η επιτυχία της αναφοράς (το να καταφέρει δηλαδή η ομιλήτρια να εντοπίσει ο συνομιλητής της το αντικείμενο για το οποίο γίνεται λόγος) δεν εξαρτάται κατ' ανάγκην από το κατά πόσο είναι σωστό το περιγραφικό περιεχόμενο της έκφρασης που χρησιμοποιεί ως αναφορική, αλλά από το εάν είναι κατάλληλο, δηλαδή προσαρμοσμένο στις συγκεκριμένες συνθήκες του επικοινωνιακού γεγονότος. Όταν συζητούν μεταξύ τους δύο φίλοι μπορούν να αναφέρονται επιτυχώς σε έναν καθηγητή ως ο κλητήρας (επειδή όταν τον πρωτοσυνάντησαν νόμιζαν ότι ήταν ο κλητήρας του Τμήματος).

Η κλασική βιβλιογραφία αναγνωρίζει είδη αναφορικών εκφράσεων βάσει του αν αναφέρονται σε μια ολόκληρη κατηγορία αντικειμένων (ο/οι σκύλος/οι είναι θηλαστικό/ά): γενική αναφορά∙ ή σε συγκεκριμένους εκπροσώπους της κατηγορίας: ειδική αναφορά∙ αν χρησιμοποιούνται για καθορισμένα άτομα (οι μαθήτριές μου, ο σκύλος στον κήπο): οριστική αναφορά∙ ή όχι (ένας σκύλος με δάγκωσε): αόριστη αναφορά.

Η φιλοσοφία της γλώσσας ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις «οριστικές περιγραφές» (που εκφράζονται γραμματικά με ονοματικές φράσεις με οριστικό άρθρο, κύρια ονόματα και προσωπικές αντωνυμίες) και κυρίως αυτές που εμφανίζονται ως υποκείμενα σε προτάσεις όπως Ο σημερινός βασιλιάς της Γαλλίας είναι φαλακρός. Η αντίστοιχη λογική πρόταση έχει αναλυθεί εκτενώς από γενεές φιλοσόφων με κύριους εκπροσώπους τον Russell (1905) και τον Strawson (1950). Το θέμα είναι εάν, ελλείψει βασιλιά στη Γαλλία, η οριστική περιγραφή Ο σημερινός βασιλιάς της Γαλλίας δηλώνει την ύπαρξη ενός τέτοιου ατόμου, οπότε η εν λόγω αποφαντική πρόταση είναι ψευδής, ή η περιγραφή προϋποθέτει την ύπαρξη βασιλιά στη Γαλλία, οπότε δεν επιτυγχάνει αναφορά και επομένως η πρόταση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει κάτι και δεν είναι ούτε αληθής ούτε ψευδής. Στη γλωσσολογική σημασιολογία, η διάκριση μεταξύ λογικής δύο τιμών (αληθής-ψευδής) και λογικής τριών τιμών (αληθής-ψευδής-ούτε αληθής ούτε ψευδής) αποτέλεσε μοχλό για τη διάκριση μεταξύ σημασιολογίας και πραγματολογίας , γλώσσας ως συστήματος και γλώσσας ως χρήσης .

Οι οριστικές περιγραφές απασχόλησαν τη φιλοσοφία και στη δεκαετία του '60, με εστία την ανάλυση προτάσεων όπως Ο αρχιτέκτονας που σχεδίασε αυτό το σπίτι είναι άχρηστος και τη διαπίστωση του Donellan (1966) ότι η ονοματική φράση μπορεί να μην χρησιμοποιείται αναφορικά αλλά προσδιοριστικά/κατηγορηματικά (δηλαδή 'οποιοσδήποτε σχεδίασε τέτοια ηλιθιότητα').

E. Aντωνοπούλου

Πηγές

  • Βελoύδης, Γ. 2005β. Η σημασία πριν, κατά και μετά τη γλώσσα. Αθήνα: Κριτική.)
  • Cruse, A. 2004. Meaning in Language: An Introduction to Semantics and Pragmatics. Οξφόρδη: Oxford University Press.)
  • Donnellan, K. 1966. Reference and descriptions. Philosophical Review 75:281-304.)
  • Lyons, J. 1977. Semantics.2 τόμ. Cambridge: Cambridge University Press.)
  • Russell, B. 1905. On denoting. Mind 14:479-493.)
  • Strawson, P. F. 1950. On referring. Mind 59:320-344.