γλωσσικό σημείο [linguistic sign]
γλωσσικό σημείο [linguistic sign]
Η αδιάρρηκτη ένωση μιας έννοιας ή σημαινόμενου με μια ακουστική εικόνα ή σημαίνον. Π.χ. το γλωσσικό σημείο (η λέξη) μήλο αποτελεί την ένωση της έννοιας «μήλο» και της ηχητικής ακολουθίας [milo]. Το βασικό χαρακτηριστικό του γλωσσικού σημείου είναι ότι διέπεται από αυθαιρεσία: δεν υπάρχει φυσική και αιτιολογημένη σχέση ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο, με την έννοια ότι δεν υπάρχει κάποιος λόγος που μια έννοια αποδίδεται με τη συγκεκριμένη ακουστική εικόνα· η σχέση είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής σύμβασης. Απόδειξη γι' αυτό είναι ότι η ίδια έννοια («μήλο») αντιπροσωπεύεται διαφορετικά στις διάφορες γλώσσες: αγγλ. apple, γαλλ. pomme, ελλ. μήλο.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)