αυθαιρεσία [arbitrariness]
αυθαιρεσία [arbitrariness]
Βασικό χαρακτηριστικό του γλωσσικού σημείου , σύμφωνα με το οποίο η σχέση ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο δεν αιτιολογείται· αποτελεί αυθαιρεσία η οποία έχει επιβληθεί από την κοινωνική σύμβαση. Απόδειξη γι' αυτό αποτελεί η διαγλωσσική σύγκριση μιας έννοιας: π.χ. έννοια «μήλο»· ελλ. μήλο· αγγλ. apple· γαλλ.pomme. Η αυθαιρεσία δεν είναι απόλυτη έννοια αλλά διαβαθμίσιμη, στον βαθμό που οι γλώσσες παρουσιάζουν σημεία σχετικής αυθαιρεσίας· π.χ. η λέξη δεκαεννέα ανακαλεί τους όρους από τους οποίους συνίσταται, ενώ αυτό δεν συμβαίνει με τη λέξη τριάντα. Οι ηχομιμητικές εκφράσεις (τικ-τακ, γκαπ) αλλά και τα επιφωνήματα (αχ! ωχ!) αποτελούν επίσης περιπτώσεις όπου φαίνεται να αίρεται η αυθαιρεσία, αν και κατά τη διαγλωσσική σύγκριση εμφανίζονται αποκλίσεις.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)