προϋπόθεση [pressuposition]
προϋπόθεση [pressuposition]
Η προϋπόθεση είναι μια μονόδρομη αληθειακή σχέση: από την αλήθεια μιας πρότασης Α επιτρέπει να συναγάγουμε την αλήθεια μιας πρότασης Β. Έχει κατά καιρούς συνδεθεί με ζεύγη σαν τα ακόλουθα (το σύμβολο > σημειώνει τη ροή της):
Ο νέος βασιλιάς της Γαλλίας είναι φαλακρός > Υπάρχει ένας (και μόνο) βασιλιάς της Γαλλίας
Λυπάμαι που χωρίζουμε > Χωρίζουμε
Όλα τα παιδιά του Πέτρου είναι προκομμένα > Ο Πέτρος έχει παιδιά
Εσύ ήσουν που πήγαινες γυρεύοντας > Κάποιος πήγαινε γυρεύοντας.
Αν όμως η σχέση της προϋπόθεσης μας επιτρέπει από την αλήθεια μιας πρότασης να συναγάγουμε την αλήθεια μιας άλλης πρότασης, σε τί τελικά διαφέρει από τη γνωστή σχέση της λογικής συνεπαγωγής; Έχουμε λόγους να διακρίνουμε μια νέα, πρόσθετη, έννοια; Αν ναι, ποιο διαφορετικό περιεχόμενο της δίνουμε; Η αναζήτηση ικανοποιητικών απαντήσεων σε αυτά τα ερωτήματα έχει αποδειχθεί ωφέλιμη και για τις δύο πλευρές.
Αν μια πρόταση Α προϋποθέτει μια πρόταση Β, τότε ελαφρύτερες ή βαρύτερες αμφισβητήσεις της αλήθειας της πρώτης, φαίνεται να μην είναι σε θέση να επηρεάσουν την αλήθεια της δεύτερης. Για να ξεκινήσουμε από το πρώτο μας παράδειγμα, που έχει επανειλημμένα σηκώσει το βάρος των συζητήσεων στη σχετική βιβλιογραφία, είμαστε έτοιμοι να συμφωνήσουμε ότι η αλήθεια της προϋποτιθέμενης, Υπάρχει ένας (και μόνο) βασιλιάς της Γαλλίας, παραμένει αλώβητη, κι αν ακόμη υποθέσουμε πως είναι αληθής η προϋποθέτουσα πρόταση (πρβ. Αν ο νέος βασιλιάς της Γαλλίας είναι φαλακρός, τότε στις δημόσιες εμφανίσεις του θα φοράει περούκα), κι αν ακόμη αναρωτηθούμε αν είναι αληθής η προϋποθέτουσα πρόταση (πρβ. Είναι φαλακρός ο νέος βασιλιάς της Γαλλίας;), κι αν ακόμη αρνηθούμε ότι είναι αληθής η προϋποθέτουσα πρόταση (πρβ. Ο νέος βασιλιάς της Γαλλίας δεν είναι φαλακρός). Η ίδια αντοχή φαίνεται να χαρακτηρίζει και τις προϋποτιθέμενες προτάσεις όλων των υπόλοιπων παραδειγμάτων μας. Για να περιοριστούμε στην τελευταία, και οδυνηρότερη, δοκιμασία της άρνησης, π.χ.: είμαστε έτοιμοι να συναγάγουμε την αλήθεια της προϋποτιθέμενης Χωρίζουμε από την αλήθεια της προϋποθέτουσας Δεν λυπάμαι που χωρίζουμε∙ την αλήθεια της προϋποτιθέμενης Ο Πέτρος έχει παιδιά από την αλήθεια της προϋποθέτουσας Κανένα παιδί του Πέτρου δεν είναι προκομμένο∙ την αλήθεια της προϋποτιθέμενης Κάποιος πήγαινε γυρεύοντας από την αλήθεια της προϋποθέτουσας Δεν ήσουν εσύ που πήγαινες γυρεύοντας.
Από την άλλη μεριά, η προσθήκη του αρνητικού μορίου σε μια συνεπαγόμενη πρόταση έχει τη δύναμη να διαλύσει την αναγκαστική σχέση αυτής της πρότασης με το λογικό της συνεπαγόμενο. Την αλήθεια των προτάσεων π.χ. Ο Γιάννης έχει δύο παιδιά, Ο Γιάννης έχει ένα παιδί, Ο Γιάννης είναι πατέρας κλπ., που μπορούμε να συναγάγουμε λογικά από την αλήθεια της πρότασης Ο Γιάννης έχει τρία παιδιά, δεν τη στηρίζει λογικά (= αναγκαστικά) η άρνηση της τελευταίας: η πρόταση Ο Γιάννης δεν έχει τρία παιδιά δεν μπορεί να έχει ως λογικό της συνεπαγόμενο την πρόταση Ο Γιάννης έχει δύο παιδιά, ή την πρόταση Ο Γιάννης έχει ένα παιδί, ή την πρόταση Ο Γιάννης είναι πατέρας κλπ. - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκλείει λογικά την αλήθεια τους. (Αν π.χ. σε μια περίπτωση ο Γιάννης τελικά αποδειχθεί πατέρας, αυτό θα οφείλεται απλώς σε σύμπτωση, και όχι σε κάποια λογική αναγκαιότητα που παράγει η αλήθεια "ο Γιάννης δεν έχει τρία παιδιά").
Ύστερα απ' όλα αυτά είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε ένα πρώτο συμπέρασμα. Η προϋπόθεση φαίνεται να είναι σαν τη λογική συνεπαγωγή, όταν η αλήθεια της προϋποθέτουσας πρότασης δεν αμφισβητείται. Και ακόμη, να διαφέρει εντελώς, όταν η αλήθεια της προϋποθέτουσας πρότασης αμφισβητείται με τον δραστικότερο τρόπο: μέσω της άρνησης.
Θα αποκομίζαμε άραγε τις ίδιες εντυπώσεις, αν επαναλαμβάναμε τη σύγκριση με σημείο αναφοράς την αλήθεια της προϋποτιθέμενης, αυτή τη φορά, πρότασης; Η αληθειακή σχέση ανάμεσα στην πρόταση π.χ. Χωρίζουμε και την πρόταση Λυπάμαι που χωρίζουμε, που -δυνάμει- την προϋποθέτει, δεν διαφέρει από την αληθειακή σχέση ανάμεσα στην πρόταση π.χ. Ο Γιάννης είναι πατέρας και την πρόταση Ο Γιάννης έχει τρία παιδιά, που -δυνάμει- τη συνεπάγεται. Και στις δυο περιπτώσεις η αλήθεια της πρώτης, είτε προϋποτιθέμενη είτε συνεπαγωγικά παραγόμενη είναι αυτή, «νίπτει τας χείρας» της σε ό,τι αφορά την αλήθεια της δεύτερης, είτε προϋποθέτουσα είτε συνεπαγόμενη είναι αυτή. Τη διαφορά την κάνει και πάλι η άρνηση. Αν η (προϋποτιθέμενη) πρόταση Χωρίζουμε είναι ψευδής, αν δηλαδή τελικά δε χωρίζουμε, τότε μοιάζει αδύνατο να χειριστούμε αληθειακά την προϋποθέτουσά μας Λυπάμαι που χωρίζουμε: ούτε αληθές ούτε ψευδές μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αυτό που μας λέει. Αντίθετα, αν η (συνεπαγωγικά παραγόμενη) πρόταση Ο Γιάννης είναι πατέρας είναι ψευδής, αν δηλαδή αληθεύει ότι ο Γιάννης είναι άτεκνος, τότε δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να αποφασίσουμε για την αληθοτιμή της πρότασής μας που τη συνεπάγεται: θα είναι και αυτή αναπόδραστα ψευδής, αφού, αν αληθεύει το "ο Γιάννης είναι άτεκνος", τότε αναγκαστικά αληθεύει και το "ο Γιάννης δεν έχει τρία παιδιά".
Τα σχεδιαγράμματα που ακολουθούν αποτυπώνουν καθαρότερα τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα της μέχρι στιγμής σύγκρισης των δύο σχέσεων (το βέλος αναλαμβάνει να καταγράψει τις αληθειακές συνέπειες, ενώ τα α και ψ τις αληθοτιμές 'αληθές' και 'ψευδές', αντίστοιχα· με παχιά γραφή σημειώνονται οι διαφορές):
προϋποθέτουσα προϋποτιθέμενη
α → α
ψ → α
α ή ψ ← α
? ← ψ
συνεπαγόμενη συνεπαγωγικά παραγόμενη
α → α
ψ → α ή ψ
α ή ψ ← α
ψ ← ψ
Θα πρέπει, ωστόσο, να σπεύσουμε να δηλώσουμε ότι η πρώτη διαφορά, με σημείο αναφοράς την προϋποθέτουσα πρόταση (βλ. ψ → α στη δεύτερη σειρά του σχετικού σχεδιαγράμματος), έχει από νωρίς συγκεντρώσει τα πυρά σημαντικής μερίδας γλωσσολόγων. Η προϋποθέτουσα πρόταση Α, υποστηρίζουν, μπορεί να είναι συμβατή και με τη διάψευση της προϋποτιθέμενης Β, αρκεί η ίδια να είναι αρνητική· με άλλα λόγια, η εξέλιξη ψ → ψ δεν αποκλείεται. Πρβ. την αντίδραση της συνομιλήτριας Ο2 στον διάλογο:
Ο1: Ο Γιάννης μετάνιωσε που έγινε γλωσσολόγος.
Ο2: Δεν μετάνιωσε ο Γιάννης που έγινε γλωσσολόγος· απλούστατα, δεν έγινε γλωσσολόγος!
Με την πρώτη της πρόταση, Δεν μετάνιωσε ο Γιάννης που έγινε γλωσσολόγος, θα έπρεπε τυπικά να προϋποθέτει ότι "ο Γιάννης έγινε γλωσσολόγος". Με τη συνέχεια της συνεισφοράς της, ωστόσο, (… απλούστατα, δεν έγινε γλωσσολόγος) εμφανίζεται να ακυρώνει η ίδια την προϋποτιθέμενή της.
Δεν μπορούμε πάντως να δεχτούμε αυτή την ένσταση χωρίς να παρατηρήσουμε την ίδια στιγμή ότι η ακύρωση της προϋποτιθέμενης πρότασης είναι τελικά εφικτή σε συμφραζόμενα με ιδιαίτερο χαρακτήρα. Η συνομιλήτρια Ο2 με την παρέμβασή της φαίνεται να ξεχωρίζει ένα κομμάτι λόγου, το εκφώνημα του ομιλητή Ο1, προκειμένου να το «σβήσει» ως ανακριβές, κατά τη γνώμη της· το δεν της είναι ένα είδος άρνηση-σβηστήρα (βλ. άρνηση, μεταγλωσσική) με στόχο κάτι «ξένο». Με την πρώτη της πρόταση, με άλλα λόγια, απλώς δείχνει να απομονώνει ό,τι σκοπεύει αμέσως μετά να αποκαταστήσει. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε μπορούμε να δούμε πού βρίσκεται το αδύναμο σημείο της ένστασης: αποδίδει λαθραία στη συνομιλήτρια και το περιεχόμενο της πρότασης που ζητά να απαλείψει από τα συμφραζόμενα (: μετάνιωσε ο Γιάννης που έγινε γλωσσολόγος) ή, τουλάχιστον, το θεωρεί και στα δικά της χείλη «ενεργό» σε ό,τι αφορά την παραγωγή προϋποθέσεων. (Προφανώς, πριν θεωρήσει κανείς ότι μια προϋποθέτουσα πρόταση είναι συμβατή με τη διάψευση της προϋπόθεσής της, πρέπει να εξασφαλίσει τον απαραίτητο όρο να ανήκουν κι οι δυο στα ίδια αληθειακά συμφραζόμενα).
Το αδύναμο σημείο που μόλις σημειώσαμε, ωστόσο, με τον τρόπο του έδειχνε από την αρχή το δρόμο για την πληρέστερη αντίληψη του φαινομένου. Η προϋπόθεση φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό μια (αληθειακή) σχέση που μπορούν να ματαιώνουν, όσο και εισηγούνται, τα συμφραζόμενα. Για να πάρουμε μια γεύση της «κατασταλτικής» δράσης τους, στο παράδειγμα Η Μαρία έκλαψε πριν να τελειώσει το διδακτορικό της η δευτερεύουσα πρόταση φαίνεται να προϋποτίθεται ως αληθής: η Μαρία πράγματι ολοκλήρωσε τελικά το διδακτορικό της. Η αλήθεια αυτή εκπίπτει όμως, αν αλλάξουμε κατάλληλα το ρήμα της κύριας πρότασης: Η Μαρία πέθανε πριν να τελειώσει το διδακτορικό της. Η προϋπόθεση παύει πια να ισχύει, η Μαρία δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το διδακτορικό της, γιατί η γνώση του κόσμου μας, όπως την κινητοποιούν τα νέα συμφραζόμενα, δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο.
Δεν είναι, πάντως, μόνο οι προτάσεις με το πριν που κάνουν τις προϋποθέσεις συμφραστικά ακυρώσιμες [defeasible]. Και ορισμένα συμφραζόμενα συνεχούς λόγου μπορούν να έχουν την ίδια επίπτωση. Η πρόταση π.χ. Δεν είναι ο Λουκάς αυτός που θα Σε προδώσει[1] θα λέγαμε αμέσως ότι προϋποθέτει την αλήθεια «κάποιος θα Σε προδώσει», χάρη στη δίπτυχη δομή της (πρβ. και Εσύ ήσουν που πήγαινες γυρεύοντας > Κάποιος πήγαινε γυρεύοντας παραπάνω). Την ακολουθία όμως
Λες ότι κάποιος σ' αυτή την αίθουσα θα Σε προδώσει. Καλά, μπορεί έτσι να είναι. Πάντως δεν θα είναι ο Λουκάς αυτός που θα Σε προδώσει, δεν θα είναι ο Παύλος, δεν θα είναι ο Ματθαίος, και φυσικά δεν θα είναι ο Ιωάννης. Ως εκ τούτου κανείς σ' αυτήν την αίθουσα δε σκοπεύει πραγματικά να Σε προδώσει.
μπορεί να την πραγματώσει ο ομιλητής με στόχο ακριβώς, ξεκινώντας από την αντίθετη παραδοχή, που δεν είναι και δική του, να πείσει ότι ούτε ένας, στα στενά όρια της -εξαντλητικής, υποθέτουμε- αναφοράς του σε πρόσωπα της συγκεκριμένης περίστασης, δεν πρόκειται να γίνει προδότης· ακριβώς όπως δηλώνεται και στην τελευταία περίοδο: Ως εκ τούτου κανείς σ' αυτήν την αίθουσα δε σκοπεύει πραγματικά να Σε προδώσει. Η αναμενόμενη κανονικά αλήθεια της προϋποτιθέμενης πρότασης προφανώς ακυρώνεται και πάλι.
Σύνθετες προτάσεις με συνδετικά όπως το συμπλεκτικό και, το διαζευκτικό ή, το υποθετικό αν…, τότε… κλπ., μπορούν επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις να μην επιτρέψουν στην προϋπόθεση να επιβιώσει, αποτελώντας έτσι μία από τις κρισιμότερες πλευρές του λεγόμενου «προβλήματος προβολής» [projection problem] του φαινομένου. Πρβ. τις δυσκολίες που έχει η προϋπόθεση να «περάσει» σε περιπτώσεις όπως Αν ο Γιάννης διαλέξει την ειδίκευση της γλωσσολογίας, θα λυπηθεί που τη διάλεξε, παρά το γεγονός ότι την προωθεί το γεγονοτικό ρήμα λυπάμαι, ένας τυπικός «πυροδότης» της. Κατά το σχόλιο του Levinson (1983, 196), πιο συγκεκριμένα, η απόδοση του υποθετικού λόγου, θα λυπηθεί που τη διάλεξε (την ειδίκευση της γλωσσολογίας), από μόνη της θα προϋπέθετε την πρόταση Ο Γιάννης διάλεξε την ειδίκευση της γλωσσολογίας· η αλήθεια όμως της τελευταίας είναι την ίδια στιγμή, και στα ίδια συμφραζόμενα, υποχρεωμένη να παραμείνει απλώς υποθετική, κατά πως ορίζει η πρώτη πρόταση του ίδιου υποθετικού λόγου, Αν ο Γιάννης διαλέξει την ειδίκευση της γλωσσολογίας.
Για να περάσουμε όμως και στην άλλη όψη της δράσης των συμφραζομένων, δομές όπως Ο Γιάννης είναι αυτός που αγαπά η Μαρία και Η Μαρία είναι αυτή που αγαπά τον Γιάννη, παρά το ότι αναφέρονται στο ίδιο γεγονός, την αγάπη της Μαρίας προς τον Γιάννη, προφανώς προωθούν διαφορετικές προϋποθέσεις: "η Μαρία αγαπά κάποιον", η πρώτη, και "κάποια αγαπά τον Γιάννη", η δεύτερη.
Ανάλογη δημιουργικότητα μπορεί να αναπτύξει και η επιτόνιση : οι ίδιες ακριβώς προϋποτιθέμενες αλήθειες, "η Μαρία αγαπά κάποιον" και "κάποια αγαπά τον Γιάννη", συνδέονται, αντίστοιχα, με τις εκφορές Τον ΓΙΑΝΝΗ αγαπά η Μαρία και Η ΜΑΡΙΑ αγαπά τον Γιάννη (τα κεφαλαία δηλώνουν εμφατικό τονισμό ) καθιστώντας τες «συνώνυμες » με τις παραπάνω συντακτικές δομές.
Φαινόμενα όπως αυτά που σημειώσαμε στις τελευταίες παραγράφους έχουν πείσει την πλειονότητα των γλωσσολόγων ότι η διερεύνηση της έννοιας προϋπόθεση εμπίπτει στο πεδίο της πραγματολογίας μάλλον, παρά της σημασιολογίας .
1 Όπως και στην προηγούμενη παράγραφο, δανείζομαι τα παραδείγματα από τον Levinson (1983, 189) με κάποιες μικρές αλλαγές.
Πηγές
- Levinson, S. 1983. Pragmatics. Cambridge: Cambridge University Press.
- Veloudis, I. 1982. Negation in Modern Greek. Διδακτορική διατριβή, Reading University.
- Βελούδης, Γ. 2005β. Η σημασία πριν, κατά και μετά τη γλώσσα. Αθήνα: Κριτική.
- Saeed, J. 1997. Semantics. Οξφόρδη: Blackwell.