συνεχής λόγος [discourse]
συνεχής λόγος [discourse]
Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος της έννοιας «χρήση της γλώσσας» ή «γλώσσα σε χρήση» και ως συγκεκριμένο ουσιαστικό αναφέρεται σε ένα σχετικά διακριτό υποσύνολο της γλώσσας το οποίο χρησιμοποιείται για συγκεκριμένους κοινωνικούς ή θεσμικούς σκοπούς, π.χ. ο δημοσιογραφικός, ο ιατρικός, ο πολιτικός λόγος, ο λόγος της σχολικής τάξης. Με τη δεύτερη κυρίως σημασία του αποτελεί αντικείμενο μελέτης τόσο της γλωσσολογίας όσο και άλλων κοινωνικών επιστημών. Η ανάλυση του συνεχούς λόγου, ως αντικείμενο της γλωσσολογίας, σηματοδοτήθηκε (ήδη από το 1952) από την επισήμανση ότι οι μέθοδοι της θεωρητικής γλωσσολογίας μπορούν να συμβάλουν στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους τα τεμάχια λόγου πέρα από τα όρια της δομής της πρότασης . Σήμερα η ανάλυση του συνεχούς λόγου στηρίζεται σε γλωσσικά δεδομένα που παράγονται σε φυσικές περιστάσεις επικοινωνίας και αποτελούν πραγματικά κείμενα , προφορικά ή γραπτά. Οι θεωρητικές προσεγγίσεις που κυριαρχούν σήμερα σε αυτό το επιστημονικό πεδίο είναι οι ακόλουθες:
α) η καθαρά γλωσσολογικής προέλευσης προσέγγιση, η οποία αντιλαμβάνεται τον συνεχή λόγο ως κείμενο (κειμενογλωσσολογία, λειτουργική-συστημική προσέγγιση ) και μελετά τον τρόπο με τον οποίο ο λόγος αποκτά σημασία μέσω της διεπίδρασης καθαρά γλωσσικών καθώς και εξωγλωσσικών στοιχείων (βλ. συνοχή και συνεκτικότητα), αλλά και τον τρόπο με τον οποίο ένα κείμενο παράγεται ως κοινωνικό προϊόν με συγκεκριμένο επικοινωνιακό στόχο (λειτουργική γραμματική του Halliday)·
β) η κοινωνιολογική-εθνομεθοδολογική προσέγγιση, για την οποία ο συνεχής λόγος νοείται ως φυσική συνομιλία και εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο δομείται και οργανώνεται η συνομιλία από τους ίδιους τους συμμετέχοντες μέσω της εναλλαγής των συνεισφορών τους, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε φαινόμενα όπως η διακοπή του λόγου, οι διορθώσεις, οι παύσεις κλπ., τα οποία αναδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο τα υποκείμενα αντιλαμβάνονται και ερμηνεύουν τη συνομιλιακή διεπίδραση·
και γ) η κριτική προσέγγιση, η οποία θεωρεί τον λόγο δομικό στοιχείο της κοινωνικής γνώσης και εξετάζει τις σχέσεις ισχύος που αναδεικνύονται από τη χρήση συγκεκριμένων λόγων.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)