συνεκτικότητα [coherence]
συνεκτικότητα [coherence]
Ο όρος αναφέρεται στην αλληλουχία σημασιών , η οποία καθιστά ένα κομμάτι λόγου κατανοητό ως κείμενο. Πρόκειται για βασική ιδιότητα του κειμένου, η οποία μπορεί να του προσδώσει σημασία, ακόμη και όταν αυτό στερείται συνοχής . Η συνεκτικότητα δεν περιορίζεται στο επιφανειακό κείμενο, αλλά εγκαθιστά σχέσεις μεταξύ των γλωσσικών στοιχείων και της κοινής γνώσης αυτών που συμμετέχουν στο επικοινωνιακό συμβάν, δημιουργώντας έτσι έναν κειμενικό κόσμο, ο οποίος δεν βρίσκεται αναγκαστικά σε πλήρη αντιστοιχία με τον φυσικό κόσμο. Η γνώση εδώ νοείται όχι μόνο ως δηλωτική γνώση γεγονότων ή πίστεων, αλλά και ως διαδικασία μέσω της οποίας ενεργοποιούνται οι έννοιες και οι σχέσεις (χρονικές, αιτιακές, χωρικές κλπ.) και λεκτικοποιούνται σε γλωσσικές εκφράσεις. Καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία αυτή παίζουν τα συμφραζόμενα, το πλαίσιο της περίστασης επικοινωνίας, το οποίο και καθορίζει ποιες έννοιες και σχέσεις είναι συναφείς με τη συγκεκριμένη περίσταση και επομένως θα ενεργοποιηθούν από τον πομπό και τον δέκτη, ώστε να δομηθεί ο κοινός τους κειμενικός κόσμος. Έτσι, ένα εκφώνημα, ή μια αλληλουχία εκφωνημάτων, αποκτά νόημα, μόνο όταν ενταχθεί στα συμφραστικά του πλαίσια. Π.χ. το εκφώνημα Και τώρα τί θα κάνουμε;, παρόλο που εμπεριέχει στοιχεία συνοχής (ο σύνδεσμος και το δεικτικό -χρονικό τώρα, το μόρφημα του προσώπου), δεν αποκτά νόημα παρά μόνο στο πλαίσιο ενός επικοινωνιακού συμβάντος, όπου είναι γνωστά στους συμμετέχοντες τα λογικά στοιχεία (χώρος, χρόνος, πρόσωπα, θέμα) που συνθέτουν τον «κόσμο» της συγκεκριμένης διεπίδρασης.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)