Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Θεματική περιοχή: "γραφή"
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[γραφή]
- αλφαβητικό σύστημα γραφής [alphabetic system of writing / script]
- Το σύστημα γραφής στο οποίο κάθε γράφημα τείνει να αναπαριστά ένα φώνημα. Τέτοιο είναι το ελληνικό σύστημα γραφής, π.χ. για το /e/. p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)...
[γραφή]
- γραφή [writing]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
[γραφή]
- γράφημα [grapheme]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- κατανόηση γραφής [writing comprehension]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- στίξη [punctuation]
- Κάθε γραφική σημείωση η οποία παρέχει στον αναγνώστη πληροφορίες για τη δομή, την τροπικότητα ή τη διαλογική αξία του γραπτού κειμένου. Ανάλογα με τη λειτουργία που επιτελούν, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κατηγορίες σημείων στίξης: συνομιλιακά υπονοήματα (τα αποσιωπητικά) κλπ. Ευνόητο είναι πως κάθε ανάλογη παρέμβαση σε ένα κείμενο (π.χ. υπογραμμίσεις, πλαγιογράμματα στοιχεία) συνιστά εξίσου στίξη, στον βαθμό που αποτελεί επιπλέον μεταγλωσσική πληροφορία...
- συλλαβικό σύστημα γραφής [syllabic system of writing / script]
- Tο σύστημα γραφής στο οποίο κάθε γράφημα αναπαριστά μια συλλαβή. Τέτοιο σύστημα είναι η γραμμική Β για τη μυκηναϊκή ελληνική, όπου κάθε γράφημα αναπαριστά ακολουθίες όπως pa, pe, pi, po, pu κλπ. p(ref). Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)...
[γραφή]
- σύστημα γραφής [writing system / script]
-
Χωρίς περιεχόμενο...