Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Θεματική περιοχή: "ανθρωπολογία της γλώσσας"
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανθρωπολογία της γλώσσας [linguistic anthropology]
-
Βλ. γλωσσ(ολογ)ική ανθρωπολογία / ανθρωπολογία της γλώσσας
- γλωσσ(ολογ)ική ανθρωπολογία / ανθρωπολογία της γλώσσας [linguistic anthropology / anthropology of language]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- γλωσσική κοινότητα [linguistic community ]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- γλωσσική μετακίνηση / μετατόπιση [language shift]
- Το φαινόμενο κατά το οποίο μια γλωσσική κοινότητα) υιοθετεί τη χρήση μιας νέας γλώσσας (συνήθως «ισχυρότερης»), ενώ ταυτόχρονα χάνει τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε μέχρι τότε ως πρώτη. Αν η κοινότητα αυτή είναι η τελευταία ή η μόνη που χρησιμοποιούσε την υπό απώλεια γλώσσα, τότε μιλούμε για γλωσσικό θάνατο. Παραδείγματα γλωσσικής μετακίνησης υπάρχουν πολλά και στον ελλαδικό χώρο: π.χ. από τις...
- γλωσσικός σχετικισμός [linguistic relativity]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- εθνομεθοδολογία [ethnomethodology]
-
Βλ. συνεχής λόγος
- τελικοί ομιλητές [terminal speakers]
- Οι ομιλητές (συνήθως νέοι σε ηλικία) μιας γλωσσικής ποικιλίας (π.χ γεωγραφική ποικιλία / διάλεκτος), οι οποίοι θεωρούνται ως οι τελευταίοι φυσικοί ομιλητές της και οι οποίοι δεν είναι πιθανό να τη μεταδώσουν στις επόμενες γενιές. Το φαινόμενο των τελικών ομιλητών έχει μελετηθεί εκτεταμένα στα αρβανίτικα. Η γλωσσική ικανότητα των ομιλητών αυτών στη θνήσκουσα γλώσσα χαρακτηρίζεται από σημαντικές γραμματικοσυντακτικές, φωνολογικές και...