τελικοί ομιλητές [terminal speakers]
τελικοί ομιλητές [terminal speakers]
Οι ομιλητές (συνήθως νέοι σε ηλικία) μιας γλωσσικής ποικιλίας (π.χ γεωγραφική ποικιλία / διάλεκτος), οι οποίοι θεωρούνται ως οι τελευταίοι φυσικοί ομιλητές της και οι οποίοι δεν είναι πιθανό να τη μεταδώσουν στις επόμενες γενιές. Το φαινόμενο των τελικών ομιλητών έχει μελετηθεί εκτεταμένα στα αρβανίτικα. Η γλωσσική ικανότητα των ομιλητών αυτών στη θνήσκουσα γλώσσα χαρακτηρίζεται από σημαντικές γραμματικοσυντακτικές, φωνολογικές και λεξιλογικές συρρικνώσεις. Σε επίπεδο χρήσης εμφανίζεται συστηματική εναλλαγή κωδίκων , ενώ εμφανής είναι και η μεταγλωσσική αντιμετώπιση των αρβανίτικων: η θνήσκουσα γλώσσα αντιμετωπίζεται περισσότερο ως αντικείμενο παρά ως επικοινωνιακό εργαλείο. Π.χ. Τελικός ομιλητής: Η άλλη ήταν ετοιμοθάνατη και μόλις πήγαν να τη δούνε aah, puth me ne gόlje mιnde fάre pljαka [άαχ, φίλα με στο στόμα, καθόλου μυαλό η γριά], είχε εξάψεις, πώς το λένε στα αρβανίτικα, στην καθαρεύουσα;
Η στάση αυτή απέναντι στη γλώσσα αναδεικνύει την ιδεολογική συνείδηση του ομιλητή που βρίσκεται σε συνεχή διάλογο -ακόμη και πολεμικό- με τις συνειδήσεις των άλλων, δηλαδή των ικανών ομιλητών της συρρικνούμενης γλώσσας.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)