φυσικός ομιλητής/τρια [native speaker]
φυσικός ομιλητής/τρια [native speaker]
Όρος που αναφέρεται σε κάποιο άτομο για το οποίο μια συγκεκριμένη γλώσσα αποτελεί τη μητρική ή τη λεγόμενη πρώτη γλώσσα, δηλαδή τη γλώσσα που κατακτήθηκε με φυσικό τρόπο κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Κατά συνέπεια, οι φυσικοί ομιλητές συχνά θεωρούνται καλά ενημερωμένες και αξιόπιστες πηγές γλωσσικών και πολιτισμικών πληροφοριών, επειδή διαθέτουν άμεση γνώση και εμπειρία του πραγματικού πλαισίου στο οποίο χρησιμοποιείται μια συγκεκριμένη γλώσσα. Γενικά υπάρχει η τάση να εμπιστεύεται κανείς τις κρίσεις τους σχετικά με μια γλώσσα περισσότερο από τις κρίσεις οποιουδήποτε άλλου ατόμου που μπορεί να έχει μάθει αυτή τη γλώσσα ως δεύτερη ή ξένη. Βέβαια, είναι κοινός τόπος ότι ορισμένες δεξιότητες είναι δύσκολο να αποκτηθούν σε μια δεύτερη γλώσσα. Ωστόσο, παρατηρείται ότι πολλά άτομα μπορούν να αναπτύξουν γλωσσικές και επικοινωνιακές ικανότητες σε μία ή περισσότερες ξένες γλώσσες σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με τις ικανότητες των φυσικών ομιλητών. Εξάλλου, υπάρχει και η περίπτωση της διπλογλωσσίας κατά την οποία ένα άτομο λειτουργεί ως φυσικός ομιλητής/τρια δύο γλωσσών. Παρακάτω θα θίξουμε κάποια από τα ζητήματα με τα οποία εμπλέκεται ο όρος τόσο σε επίπεδο θεωρίας όσο και σε πρακτικό επίπεδο.
Αν ανατρέξουμε στο περιεχόμενο της έννοιας «φυσικός ομιλητής/τρια» θα διαπιστώσουμε μεγάλες αποκλίσεις στους γλωσσολογικούς ορισμούς, στον βαθμό που οι εκάστοτε μελετητές εστιάζουν σε διαφορετικές όψεις της έννοιας αυτής και οι προσεγγίσεις τους εκπορεύονται από διαφορετικές θεμελιακές θεωρητικές παραδοχές. Έτσι, κάποιοι από αυτούς τους ορισμούς δίνουν έμφαση στην πρώιμα αποκτώμενη γλωσσική γνώση, ενώ άλλοι υιοθετούν μια ευρύτερη κοινωνιολογική οπτική λαμβάνοντας υπόψη και θέματα ταυτότητας, αυτοπροσδιορισμού και στάσεων απέναντι στη γλώσσα . Μια ακόμη δυσκολία στον ακριβή προσδιορισμό του όρου οφείλεται και στη σχετικότητα των όρων μητρική και πρώτη γλώσσα και άλλων συναφών όρων οι οποίοι έγιναν αντικείμενο μεγάλης συζήτησης. Για παράδειγμα, έχει παρατηρηθεί ότι σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου τον ρόλο της μητρικής τον μοιράζονται περισσότερες από μία γλώσσες, περιπτώσεις όπου η μητρική δεν είναι το συνώνυμο της πρώτης γλώσσας και άλλες όπου η θεωρούμενη ως μητρική δεν είναι η γλώσσα που τελικά θα κυριαρχήσει στη ζωή των ομιλητών. Επιπλέον, ο χαρακτηρισμός δίγλωσσος/διπλόγλωσσος για ένα άτομο επιδέχεται ποικίλες διαβαθμίσεις. Σε γενικές γραμμές, τα κριτήρια βάσει των οποίων μια γλώσσα μπορεί να χαρακτηριστεί ως μητρική και ένα άτομο ως δίγλωσσο/διπλόγλωσσο αφορούν το πότε και το πώς την έμαθε, το πόσο καλά την κατέχει, σε πόσες και ποιες περιστάσεις τη χρησιμοποιεί και ποια είναι η στάση του ομιλητή στη γλώσσα αυτή (δηλαδή πόσο ταυτίζεται με αυτή και πόσο τον ταυτίζει με αυτήν η υπόλοιπη >γλωσσική κοινότητα<· βλ. Skutnabb-Kangas 1984).
Kατά κανόνα ο φυσικός ομιλητής/τρια χρησιμοποιείται ως υπόδειγμα για μελέτη από γλωσσολόγους, ιδιαίτερα στην επιτόπια έρευνα, τη διαλεκτολογία και τη γλωσσική ανθρωπολογία (γλωσσ(ολογ)ική ανθρωπολογία / ανθρωπολογία της γλώσσας). Επίσης, ο φυσικός ομιλητής/τρια χρησιμοποιείται και στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών ως πρότυπο για τους σπουδαστές της αντίστοιχης γλώσσας.
Η έννοια του φυσικού ομιλητή κατέχει εξέχουσα θέση στις γλωσσολογικές περιγραφές της λεγόμενης αυτόνομης γλωσσολογίας . Ειδικότερα, στη γενετική γραμματική του N. Chomsky, η οποία εστιάζει το ενδιαφέρον της στην ιδεατή γλωσσική ικανότητα του ατόμου, οι κρίσεις των φυσικών ομιλητών σχετικά με τη γλώσσα, οι «διαισθήσεις» τους, έχουν ιδιαίτερη θεωρητική βαρύτητα.
Σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, η δημιουργική αυτή γλωσσική ικανότητα -με την οποία είναι γενετικά εξοπλισμένο όλο το ανθρώπινο είδος- έγκειται στο ότι ο άνθρωπος σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα γίνεται κάτοχος ενός πεπερασμένου συστήματος που αποτελείται από θεμελιώδεις κανόνες, με το οποίο παράγει και κατανοεί άπειρο πλήθος νέων και ορθώς σχηματισμένων προτάσεων , και αναγνωρίζει αντιγραμματικές προτάσεις και αμφισημίες . Οι προτάσεις των φυσικών ομιλητών γίνονται αποδεκτές ως ορθές από τα μέλη μιας συγκεκριμένης γλωσσικής κοινότητας. Αυτή λοιπόν η έμφυτη γλωσσική ικανότητα των ιδανικών και μεμονωμένων ομιλητών και ακροατών (μια δυναμικότερη εκδοχή της γλώσσας [langue] του Saussure), συνιστά το αντικείμενο της αυτόνομης γλωσσολογίας η οποία προσεγγίζει τη γλώσσα ως ομοιογενή οντότητα· κατά συνέπεια, δεν ενδιαφέρεται για την ύπαρξη της γλωσσικής ποικιλότητας , στον βαθμό που αυτή θεωρείται ως προϊόν ατομικών παρεκκλίσεων από το ιδανικό πρότυπο. Αυτό όμως που παρατηρείται στην πραγματικότητα είναι μη «ιδανικοί» φυσικοί ομιλητές, καθώς αυτοί υπόκεινται σε ποικίλους περιορισμούς (κούραση, συναισθηματική φόρτιση, απροσεξία, περιορισμοί της μνήμης κλπ.) -μια πραγματικότητα που ο Chomsky θέτει εκτός πεδίου της γλωσσολογίας (βλ. γλωσσική επιτέλεση)- και οι οποίοι παρουσιάζουν ποικιλία γλωσσικών συμπεριφορών ανάλογα με τις περιστάσεις στις οποίες εμπλέκονται.
Σε γενικές γραμμές, η αμφισβήτηση της αυτόνομης γλωσσολογίας προήλθε από την κοινωνιογλωσσολογία και άλλους συναφείς κλάδους όπως η εθνογραφία της επικοινωνίας. Στην ομοιογένεια του γλωσσικού συστήματος και της γλωσσικής κοινότητας αντιτάσσεται η ποικιλότητα [variation] (βλ. Labov 1972), ενώ στην τυποποιημένη γλωσσική ικανότητα του ιδανικού ομιλητή αντιτάσσεται η επικοινωνιακή ικανότητα (Hymes 1974), έννοιες οι οποίες συμβάλλουν στο να κατανοήσουμε ότι αυτή καθαυτή η ύπαρξη φυσικών ομιλητών θέτει σε αμφισβήτηση τον «ιδανικό ομιλητή- ακροατή» της αυτόνομης γλωσσολογίας.
Από την άλλη, στην πρόσφατη βιβλιογραφία του χώρου της διδακτικής των γλωσσών, το πρότυπο του φυσικού ομιλητή έχει υποστεί κριτική ως ουτοπικός παιδαγωγικός στόχος ο οποίος δημιουργεί άδικα την αίσθηση της αποτυχίας. Κατά συνέπεια, έχουν γίνει προτάσεις να αντικατασταθεί από το πρότυπο του διαπολιτισμικού ομιλητή - προτάσεις που μετατοπίζουν το κέντρο του ενδιαφέροντος στη δόμηση της διαπολιτισμικής ικανότητας των διδασκομένων, της ικανότητας δηλαδή να λειτουργούν στα όρια μεταξύ πολλών γλωσσών και να ελίσσονται στα διάφορα επικοινωνιακά συμβάντα.
Γενικά, πολλοί ερευνητές δεν δέχονται a priori τον όρο φυσικός ομιλητής/τρια και θεωρούν ότι ο όρος επιτρέπει την ανάπτυξη πολυδιάστατης προβληματικής στο πλαίσιο της διαπλοκής γλωσσικής ομοιογένειας και γλωσσικής ποικιλομορφίας. Επιπλέον, το όλο ζήτημα συνδέεται και με την κατασκευή υποκειμένων που προσομοιάζουν στους φυσικούς ομιλητές ισχυρών γλωσσών με απώτερο σκοπό την επιβολή κυρίαρχων πολιτισμικών προτύπων (Χριστίδης 1999· Δενδρινού 1996).
Βεβαίως, η όλη κριτική αφορά και τις πρακτικές αποκλεισμού μη φυσικών ομιλητών από σχετικές επαγγελματικές δραστηριότητες.
Πηγές
- Asher, R. E., editor-in-chief. 1994. The Encyclopedia of Language and Linguistics. 10 τόμ. Οξφόρδη & Νέα Υόρκη: Pergamon Press.
- Αρχάκης, Α. & Μ. Κονδύλη. 2002. Εισαγωγή σε ζητήματα κοινωνιογλωσσολογίας. Αθήνα: Νήσος.
- Δενδρινού, Β. 1996. Ξενόγλωσση εκπαιδευτική πολιτική: Αναπαραγωγή της ιδεολογίας του γλωσσισμού. Στο Ισχυρές» και «ασθενείς» γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού (Πρακτικά ημερίδας, Θεσσαλονίκη 25 Απριλίου), 163-173. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- Labov, W. 1972. SociolinguisticPatterns. Φιλαδέλφεια: University of Pennsylvania Press.
- Hymes, D. A. 1974. Foundations in Sociolinguistics: An Ethnographic Approach. Φιλαδέλφεια: University of Pennsylvania Press.
- Scutnabb-Kangas, T. 1984. Bilingualism or not? The Education of Minorities. Clevendon: Multilingual Matters.
- Χριστίδης, Α.-Φ. επιμ., 1999. «Ισχυρές» και «ασθενείς» γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού (Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 26-28 Μαρτίου 1997). 2 τόμ. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.