μεταβατικότητα [transitivity]

μεταβατικότητα [transitivity]

O όρος αναφέρεται στη δυνατότητα των ρημάτων να δέχονται, ή όχι, αντικείμενο ή αντικείμενα. Και μπορεί να αποτελέσει κριτήριο για τη διάκρισή τους σε μεταβατικά [transitive] και σε αμετάβατα [intransitive] ρήματα. Τα πρώτα συντάσσονται είτε με ένα αντικείμενο, π.χ. Ο Γιάννης αγαπά τη Μαρία, είτε με δύο αντικείμενα, ένα άμεσο και ένα έμμεσο (διμετάβατα ρήματα), π.χ. Ο Γιάννης έδωσε στη Μαρία / της Μαρίας ένα βιβλίο. Τα αμετάβατα ρήματα δεν συντάσσονται με αντικείμενο: π.χ. Το δέντρο έπεσε. Η διάκριση αυτή ωστόσο δεν είναι πάντοτε τόσο αυστηρή: πολλά ρήματα, λόγου χάρη, μπορούν να εμφανίζονται είτε ως μεταβατικά είτε ως αμετάβατα σε διάφορες χρήσεις (π.χ. Πάω στο σχολείο / Πάω τα παιδιά στο σχολείο). Υπάρχει όμως και μια άλλη, πιο ενδιαφέρουσα ίσως, «αμφισβήτηση» της διάκρισης από την πλευρά των γλωσσικών δεδομένων: στις λεγόμενες ψευδοαμετάβατες δομές, π.χ. Το τελευταίο τεύχος του περιοδικού πουλάει πολύ, όπου μπορούμε να φανταστούμε ένα μη γλωσσικά παρόντα ΔΡΑΣΤΗ[1] (: κάποιοι πωλούν το περιοδικό) - ενώ κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύσει στις αμετάβατες δομές (: *κάποιοι έπεσαν το δέντρο)· και γενικότερα στις αναιτιακές δομές του τύπου Το βάζο έσπασε, όπου το υποκείμενο ήταν «αρχικά» αντικείμενο. (Η επιφύλαξη «αρχικά» της προηγούμενης περιόδου υπαινίσσεται και εδώ ένα ΔΡΑΣΤΗ που παρασιωπάται - προφανώς κάποιος έσπασε το βάζο· στόχος τέτοιων δομών είναι προφανώς να προωθήσουν, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, μιαν άλλη οντότητα στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος, διαφορετική από εκείνη που αντιστοιχεί στο (αρχικό) υποκείμενο).

Η μεταβατικότητα συνδέεται τυπικά με τα ορίσματα [arguments] που πλαισιώνουν ένα ρήμα/κατηγόρημα, ενσαρκώνοντας θεματικούς ρόλους (π.χ. σε ένα μονόπτωτο μεταβατικό ρήμα που δέχεται άμεσο αντικείμενο σε αιτιατική πτώση, το αντικείμενό του έχει συνήθως τον θεματικό ρόλο του ΠΑΣΧΟΝΤΟΣ). Ωστόσο, κάποιοι κάνουν λόγο για μεταβατικότητα σε σχέση και με προθέσεις· η πρόθεση με της ελληνικής, π.χ., πάντα συνοδεύεται από μια ονοματική φράση ως συμπλήρωμα (που μπορεί να λογίζεται ως «αντικείμενο», π.χ. Ήρθε με τα παιδιά). Η επέκταση του όρου, πάντως, φαίνεται να έχει νόημα μόνο σε περιπτώσεις γλωσσών που κάνουν χρήση και «αμετάβατων» προθέσεων· πρβ. I don't have any money on me / I put my coat on στα αγγλικά.

Γ. Βελούδης - Ν. Κατσώχης

1 Τα κεφαλαία εδώ δηλώνουν το συγκεκριμένο σημασιακό, «θεματικό», ρόλο (θ- ρόλος, theta role κατά τη Θεωρία της Κυβέρνησης και Αναφορικής Δέσμευσης ∙ Chomsky 1981). Ένας άλλος θεματικός ρόλος είναι αυτός του ΠΑΣΧΟΝΤΟΣ (βλ. παρακάτω).

Πηγές

  • Κρύσταλ, Ντ. 2000. Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής. Μτφρ. Γ. Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης.

 

Πεδίο

σύνταξη