ρίμα [rhyme]
ρίμα [rhyme]
Συστατικό της ιεραρχικής δομής της συλλαβής , που αποτελείται από τον Πυρήνα , το υποχρεωτικό μέρος της συλλαβής, συνήθως με φωνήεν, και την Έξοδο , το μη φωνηεντικό μέρος, συνήθως σύμφωνο ή ημίφωνο, που κλείνει τη συλλαβή· π.χ. στη συλλαβή -ρας της λέξης αέρας, το -ας είναι η Ρίμα, το -α ο Πυρήνας και το -ς η Έξοδος.