Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "λά"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λανθάνω και λήθω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ., παραμένω άγνωστος, μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) |με αιτ. προσ. |με αιτ. και απρφ. |με μτχ., που αποδίδεται με ρ. και το ρ. με επίρρημα κρυφά, μυστικά, απαρατήρητα |απόλ. |με αναφ. πρότ. Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. κρατώ κτ. κρυμμένο από τον εαυτό μου, λησμονώ |με γεν. |κυρίως στον αόρ. β' 2. λησμονώ από πρόθεση, παραμελώ, παραλείπω, παρέρχομαι