Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "διάκειμαι"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διάκειμαι
Α. 1. βρίσκομαι σε ορισμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση ή διάθεση |χρησιμεύει ως παθ. τύπος του διατίθημι |με τροπικό επίρρημα |με γεν. |με δοτ. |με πρός και αιτ. |μτφ. 2. (με παθητική σημασία) θεωρούμαι από κπ. |φρ. εὖ ή κακῶς διάκειμαι=έχω θετική ή αρνητική προδιάθεση έναντι κπ. Β. 1. ορίζομαι 2. είναι ορισμένο, υπάρχει η συνήθεια να... |φρ. τὰ διακείμενα=οι συμφωνίες