Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "ακίνητο"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἀκίνητος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. αυτός που δεν κινείται, αμετακίνητος, σταθερός |φυσική 2. νωθρός, αργός, αργόστροφος Β. |μτφ. 1. σταθερός, αμετάβλητος, αναλλοίωτος |για θεσμούς και νόμους 2. απαραβίαστος, ιερός, άρρητος |θρησκεία 3. αμετάπειστος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ ακίνητα, αδιάλειπτα, αμετάβλητα