Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "αγγέλλω"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἀγγέλλω
Α.ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. φέρνω μήνυμα, αναγγέλλω, παραγγέλλω |με αιτ. |με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με ειδική πρόταση |με απρφ. |με δοτ. προσ. και μτχ. 2. φέρνω ειδήσεις |περί τινος |απόλ. Β.ΜΕΣΟ αναγγέλλω τον εαυτό μου |μόνο ενεστ. Γ.ΠΑΘΗΤΙΚΟ αναγγέλλομαι |με απρφ. |με ειδική πρόταση |με μτχ.