Η άθλια ψυχή καθήμενη
σε χόρτο, σε λουλούδι,
με μία φωνή νεκρώσιμη
αρχίναε το τραγούδι:
5 «Ελάτε, τραγουδήσετε
την πράσινην ετιά.»
Ακίνητο το χέρι της
εις την καρδιά βαστάει,
την κεφαλή στα γόνατα
10 τ’ αδύνατα ακουμπάει,
κι ο ρύαξ εκεί στα πόδια της
εφλοίσβιζε τερπνά.
«Όλοι, όλοι, τραγουδήσετε
ετιά, ετιά, ετιά.»
15 Πικρά αντάμα εβγαίνανε
τα δάκρυα με τα λόγια,
κι έτσι έλεγε ακατάπαυτα
βαριά τα μοιρολόγια,
οπού την ελυπιόντανε
20 λαγκάδια και βουνά.
«Ετιά να τραγουδήσετε, —
ετιά και πάντα ετιά.»
«Δε φταίει· — ψεύτη τον Έρωτα
κανείς ας μην τον κράζει·
25 έως που μιλεί τ’ αχείλι μου,
δε φταίει, θε να φωνάζει·
γιατί μου το φανέρωσε
πως πλέον δε μ’ αγαπά,
κι αμέσως εγώ αρχίνησα
30 να τραγουδήσω ετιά.
«Μια μέρα εγώ τού κλαύθηκα
πως πέφτει σ’ άλλα στήθη
κι εμένα μ’ απαράτησε, —
κι εκείνος μ’ αποκρίθη:
35 Μιμήσου με κι αγάπησε
άλλη κι εσύ αγκαλιά. —
Τί ν’ αγαπήσω η δύστυχη
πάρεξ θανάτου ετιά!
Δε θέλω να μου βάλουνε
40 εις το στερνό κλινάρι
μυρτιές, ούτε τριαντάφυλλα,
πάρεξ ετιάς κλωνάρι,
κι απάνου από το μνήμα μου
άλλη δε θέλω ισκιά·
45 όλοι, όλοι, τραγουδήσετε
την πράσινην ετιά.»
|