—Βόηθα με, Θεέ μου!
Είναι η κραυγή του αμαρτωλού,
τ’ άθεου που του ξεφεύγει όταν ο κίνδυνος
τον φοβερίζει;
5 Κι όταν περάσει ο κίνδυνος, περνά κι η κραυγή σάμπως
να μην υπήρξε και ποτέ;
—Βόηθα με, Θεέ μου!
Είναι η κραυγή βαθιά βαθιά
και στ’ άδυτα κρυμμένη των αδύτων μας
10 και σωπασμένη
από τα μύρια βουίσματα ολοτρόγυρα, που βγαίνει
σε μιαν υπέρτατη στιγμή;
—Βόηθα με, Θεέ μου!
Είναι η στιγμή που ο ποιητής,
15 ελεύθερος, του στίχου μόνο υπάκουος,
διαλέει το λόγο,
για να προσθέσει στο έργο του μιας ομορφιάς τη χάρη
που είν’ η θρησκεία του, η πίστη, αυτή;
—Βόηθα με, Θεέ μου!
20 Ό,τι κι αν είσαι, ω λόγε, εσύ,
της φαντασιάς μου ή της καρδιάς μου απόστολε,
την ώρα τούτη
δακρυόβρεχτος μου δείχνεσαι, βογκάς, με συνεπαίρνεις,
η αλήθεια μου είσαι εσύ, η κραυγή:
25 —Βόηθα με, Θεέ μου!
|