ΠΡΩΤΟΣ ΣΚΟΠΟΣ
Αργός ήρθα στρατοκόπος, βράδυ, εδώ
στων πιοτών και στων ανθών το πανηγύρι·
ήρθα το γλυκό κρασί να πιω
στο μαλαματένιο το ποτήρι.
5 Στο μαλαματένιο το ποτήρι
θάμα, εσύ, κρασί, που ήπια!
Τα παλιά τα ρούχα μου τα τρύπια
με τυλίγουν, αρχοντιά πορφύρας·
κι όσα μέσα στης καρδιάς μου τα βαθιά
10 λιμασμένα κλαίγανε παιδιά,
σα χορδές χτυπήσαν απολλώνειας λύρας.
Και ω ψυχή μου εσύ,
κλειστό κι έρμο κοιμητήρι,
τώρα ολάνοιχτη εκκλησιά
15 περιμένεις κάποιου γάμου τη χαρά.
Ήπια των Ολύμπιων το κρασί
στο μαλαματένιο το ποτήρι.
Το μαλαματένιο το ποτήρι,
στων πιοτών και στων ανθών το πανηγύρι
20 λάμπει σαν αποσπερίτης,
κι είν’ απάνου απ’ τ’ άνθια κι από τα πιοτά.
Στ’ ακριβό κορμί του σκάλισε ο τεχνίτης
πλάσματα πιο ακέρια κι άνθια πιο ακριβά.
Αδειανό ή γιομάτο, πάντα φέγγους βρύση,
25 κι είναι τούτο Απρίλης, κι είν’ αυτό μεθύσι.
Και μεστό σα δίνει κι άδεια σα δε δίνει
το κρασί που πίνει
των Ολύμπιων ο χορός,
δόξα στο ποτήρι που είν’ ο θησαυρός,
30 δόξα στο χρυσάφι που έγινε ομορφιά,
κι είν’ απάνου απ’ τ’ άνθια κι από τα πιοτά!
23‒9‒1914
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΣΚΟΠΟΣ
Να ’ξερα τί ξεχωριστά και τί βαθύτερ’ αγαπώ,
και ποιός από τους δυο καημούς πιο σκληρά θα με δείρει;
Το που με καίει και με χτυπάει και με μεθάει πιοτό,
ή ολόχρυσο κι ολάκριβο το μέγα το ποτήρι
5(β) που με κεράσαν κι ήπια το πιοτό;
Να ’ξερα τί ξεχωριστά και τί βαθύτερ’ αγαπώ!
Α! το πιοτό και το πιοτό και το πιοτό,
δώσ’ μου το κι όπου και όπως,
ο διψασμένος είμαι στρατοκόπος.
10(β) Και μες στο ευκολοσύντριφο κι αστόλιστο φτηνό γυαλί
και στο χοντροπελεκητό χωριάτικο κροντήρι,
κέρνα με, κέρνα σ’ όποιο ποτήρι·
το πιοτό θέλω το μοιρόγραφτο χωρίς
τον κεραστή· το χάρισμα, κι ας λείπει ο χαριστής·
15(β) θέλω τα ρόδα του Απριλιού να μυριστώ,
δε συλλογιέμαι τον Απρίλη,
(Ποιός θα σε πει, θα σε ιστορίσει ποιό κοντύλι;)
θέλω τ’ αθάνατο νερό,
θέλω να πιω, να πιω, να πιω
20(β) σ’ όποιο ποτήρι!
Α! το ποτήρι, το ποτήρι, το ποτήρι!
Αυτού ο καημός κι αυτού ο δαρμός μιαν ώρα αρχύτερα στη γης
τη μαύρη θα με γείρει.
Δεν είναι σαν την πλάση του κανένα πλάσμα, θεός κανείς,
25(β) φύση δεν είναι ως είναι η τέχνη του καμιά,
απανωτά κι ολογειρτά στα χρυσοχάιδευτα πλευρά
θρονιάζεται και πέτεται και στέκει ακέρια η ομορφιά,
κι απ’ τους αλαβαστρένιους του βυθούς
λες κι αναβρύζει θριαμβικά δημιουργός του κάποιος νους.
30(β) Κάθε του κύκλος και γραμμή και κάθε του καμπύλη,
λαγγόνια είναι και πρόσωπα και στήθια είναι και χείλη.
Και υψώνεται από μέσα του και νά! ευωδιάζει κάτι
λευκό, ιερό, λειτουργικό, σαν από θυμιατήρι
κι απάνου του κι ολόγυρα το μάτι
35(β) κι ανάλαφρο και ανέκφραστο, σαν αβασίλευτα λαμπρό,
τον Όλυμπο όλο χαίρεται με τους θεούς του σε χορό.
Α! το ποτήρι, το ποτήρι, το ποτήρι!
άδειο ή γιομάτο δώσ’ μου να το σφιχτοκρατώ,
κι όποιο κι ας είναι το πιοτό,
40(β) κι ας είναι αθώο νερό από το ρυάκι,
κι ας είναι της ταβέρνας το κρασί,
κι αφιόνι ας είναι και φαρμάκι.
Δώσ’ μου το Εσύ, δώσ’ μου το Εσύ!
Τάχα για ποιό ξεχωριστά, πιο δυνατά καρδιοχτυπώ,
κι από τους δυο σκληρότερα καημούς ποιός θα με δείρει;
Το που με καίει και με χτυπάει και με μεθάει πιοτό,
ή ολόχρυσο κι ολάκριβο το μέγα το ποτήρι
που με κεράσαν κι ήπια το πιοτό;
Ποιός ξέρει τί ξεχωριστά και τί βαθύτερ’ αγαπώ!
11‒4‒1915
|