Μα ούτε πια τα ποτάμια λυρικά, μήτ’ η ορμή
που πλατιά κατεβάζει, συνεπαίρνει, κρατεί,
ξεριζώνει, ανταμώνει, ξεχωρίζει, κυλά
στου θυμού της το διάβα, στη ροή της θρασά
5 τί κορμιά, τί κοτρόνια, και τί φύλλα χλωρά,
ανυπόταχτα, υπάκουα, στοχασμένα, ορατά!
Πια δε θέλω τα πλήθια ζωγραφίσματ’ —ακούς;—
που στολίζουν παλάτια, που πλουτίζουν ναούς,
το κοντύλι το θάμα που προστάζει κι ανθεί
10 το γυμνότατο τοίχο σαν πολύβλαστη γη.
Πια δε θέλω στον προύντζο να στυλώσω χυτούς
ή να σπείρω στην πέτρα θεούς, ήρωες, θνητούς.
Για το χέρι σου θέλω στο χρυσό στο μικρό
δαχτυλίδι να δέσω το ρουμπίνι πυρρό.
|