— Τ’ είν’ το κακό που αντάριασε τα Γιάννενα τη χώρα,
τ’ είν’ το κακό που αντάριασε τα Γιάννενα τον κάμπο;
Το λεν του κάμπου τα πουλιά στην κυματούσα λίμνη,
στα μαύρα σύγνεφα το λεν τα μαύρα κυπαρίσσια.
5 Μια Τουρκοπούλα αγάπησε κάποιο ναπολιτάνο,
σκλάβα την πρόδωσε, να φάει τα κριάτα της η σκρόφα!
«Ελάτ’ εδώ οι ντερβίσηδες, κοιτάχτ’ εδώ, αραπάδες,
του χαρεμιού τ’ ανθόγαλα πώς το μολεύει ο Φράγκος!»
Ουρλιάζουν οι ντερβίσηδες, αφρίζουν οι αραπάδες.
10 Με το γλυκόνομα Γκιουλσούμ μια Τουρκοπούλα κάποιο
ναπολιτάνο αγάπησε.
Ξέσκεπη την πομπεύουν.
Προστάζει Αλής, της Χάμκως γιος: «Την κούρβα να χαλάστε,
σκληρός ας είναι ο χαλασμός, αργός ας είναι ο Χάρος!»
Τουρκαρβανίτες, Αραπιά, μπέηδες, ραγιάδες, όλοι,
15 πέρα στον κάμπο την τραβάν, ανθογελούσε η πλάση,
πλατιά το λάκκο ανοίγουνε, βαθιά το λάκκο σκάβουν,
Γκιουλσούμ, ροδόσταμο, Γκιουλσούμ, ερωτικό τρυγόνι,
το ριζικό σου απάντεχο και το γραφτό σου μαύρο!
Μέσα στο λάκκο ζωντανή και την πετροβολάνε.
20 Τα καστανάτα σου μαλλιά σκόρπια χυτά μπρος πίσω,
να κρύψουν τη γυμνότη σου του κάκου πολεμάνε,
τσακάλια καταπάνου σου και πεινασμένοι λύκοι,
τ’ αστροκορμί σου πιο πολύ τούς κάνει και λυσσάνε.
Σκληρός για σένα ο χαλασμός, αργός για σένα ο Χάρος.
25 Όλοι την πέτρα αδράξανε, παιδιά, γυναίκες, γέροι,
κι εσύ, μηλίτσα φουντωτή κι από καρπό γιομάτη
κι από τα νιάτα δροσερά κι από τα κάλλη αφράτα,
ρουμπίνι ρέει το αίμα σου και κοκκινίζει ο λάκκος,
κι εσύ σπαράζεις και βογκάς, κι ο Χάρος απ’ της Χάμκως
30 ορμηνεμένος τον Αλή, κι αυτός για να σε πάρει,
βάζει όλη του την άργητα και τη σκληράδα του όλη.
Απείραχτο ακροβλάσταρο του συντριμμένου δέντρου
μόνο τ’ ωραίο κεφάλι σου φιλί διψάει κι ακόμα…
Τέτοιο τραγούδαγες τραγούδι, το κρατώ από τότε
35 στο δεφτέρι της θύμησης με ψηφιά που δε σβήνουν,
το γρίκησα να παίζεις το στη λύρα της φωνής σου,
κελάηδισμ’, αναφιλητό, τροπάρι, μοιρολόι,
αυτό ηταν το τραγούδι σου… Μα εσύ, Μελένια, πού είσαι;
Το στόμα κι α δε σ’ έφαγε που όλα τα τρώει, Μελένια,
40 πού το κουφάρι σου να σέρνεις, πού να παραδέρνεις;
✳
Η νύχτα των Παθών, αγία Παρασκευή μεγάλη,
θυμάσαι; Οι κράχτες βροντεροί του δρόμου και χουγιάζαν
«Ώρα, ώρα για την εκκλησιά!» Τα σήμαντρα σωπαίναν,
μήπως ταράξουν του Ιησού τον ύπνο ολογειρμένου
45 στων επιτάφιων τα χρυσά τα σάβανα που οι βιόλες
χλωμές και τα τριαντάφυλλα τα κοκκινοπλουμίζαν.
Θυμάσαι; Η νύχτα των Παθών μα και τ’ Απρίλη η νύχτα,
της χώρας όλα, νόμιζες, να βουβαθούν γυρεύαν
θρήσκα και κατανυχτικά, τη σιγαλιά να κάμουν
50 μια προσφορά ευλαβητική προς του Κυρίου τα Πάθη.
Και μοναχά δε σώπαινε στο περιβόλι μέσα
με τη δικούλα του εκκλησιά, με τη λατρεία δική του,
πιστός και ιερουργός θεού ψηλότερου κι απ’ όλους,
τ’ αηδόνι.
Η νύχτα των Παθών, μα και τ’ Απρίλη η νύχτα.
55 Στις γάστρες τα μυριστικά και η λεϊμονιά στους κήπους
όμοια, σαν όλες τις βραδιές της άνοιξης, μοιράζαν
μοσκοβολήματα πιστά σ’ ονειροπότηρα όμοια.
Διάπλατες πέρα κι οι εκκλησιές ολόφωτες, και φτάναν
απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα στα σπίτια μας οι θρήνοι
60 σεμνοί κι αντιθρηνούσανε στου χριστιανού τα χείλη:
«Ζωή εν τάφω… Έαρ γλυκύ… Γλυκύτατόν μου τέκνον».
Μπρος στην πεζούλα του σπιτιού, της γειτονιάς μελίσσι
κι εμείς, αγόρια αγίνωτα κι αστάλωτες παιδούλες,
ο ύπνος δε μας έπαιρνε, προσμέναμε την ώρα
65 της εκκλησιάς, κι εσένανε προσμέναμε οδηγήτρα,
Μελένια, εσέ τη μάνα μας κι εσέ τον έρωτά μας.
Ήρθες. Μια φούρια η χάρη σου, βακχίδα κι η ομορφιά σου.
Τα χέρια σου, α! τα δάχτυλά σου, τ’ ασημένια αρπάγια,
δεντρογαλιές τα μπράτσα σου κουλουριαστά προσμέναν
70 κάποια ζωή να τιναχτούν να την απορουφήξουν.
Ήρθες με τα βασιλικά σημάδια του κορμιού σου,
με του λαιμού σου την ελιά πού ητανε σα να δείχνει
τον τόπο, νά ’ρθει, στο φιλί, κι ήτανε σα να γνέφει
προς το φιλί να φτερωθεί, να μην αργοπορήσει.
75 Κι ήρθες με τα βασιλικά σημάδια του κορμιού σου,
μ’ αυτό το μαυροχάραγο στα χείλη σου ανθοτρίχι
που τη φεγγόβολη έκοβε του πρόσωπου λευκότη
κι έδινε αντρίκεια αποκοτιά στη θηλυκιά σου γλύκα.
Ήρθες. Και το μεταξωτό φακιόλι στα μαλλιά σου,
80 στα ζωντανά σου τα μαλλιά, στα πιο ακριβά μετάξια,
λαϊκό στεφάνι στόλιζε τ’ αρχοντικά σου νιάτα.
Και το τρανό σου ανάστημα με την κορμοστασιά σου
ολόγυρά μας του βραδιού γιομίζαν τον αέρα
σαν από κάποιας ξαφνικής ανεμικής φοβέρα.
85 Ήρθες, μα σαν αμίλητη, σαν παραλοϊσμένη,
σαν από δαίμονα έλληνα ή θεό ξεπλανεμένη,
σαν από συναπάντημα κάποιου σατύρου ή κάποιου
της ηδονής θησαυριστή, ξελογιαστή της νιότης.
Και δίχως να το αιστάνεσαι, και σαν αλαργεμένη
90 από τον ύπνο του Νυμφίου των επιτάφιων θρήνων,
ήσουνα σα να σ’ έτρωγε νοσταλγική φροντίδα
για το ναό μιας Αφροδίτης δέσποινάς σου. Κάποια
μουρμουρητά που σου ξεφεύγαν θέλοντας να γίνουν
βλαστήμιες των αντίχριστων, σου τρέμανε στα χείλη.
95 Κι αντί στον οίκο του Χριστού, μας πήρες και μας πήγες
ώς πέρα, αγόρια αγίνωτα κι αστάλωτα κορίτσια,
στ’ αλαργινά τα Γιάννενα του Αλή, του γιου της Χάμκως
με της Γκιουλσούμ το μοιρολόι που αρχίνησες να παίζεις,
τεχνίτρα εσύ του τραγουδιού, στη λύρα της φωνής σου.
100 Κι ύστερα, πρώτη μου φορά κι αξέχαστή μου τύχη,
—θυμάσαι; (Η νύχτα των Παθών, μα και τ’ Απρίλη η νύχτα),
δεν ξέρω πώς, ούτε γιατί, πώς βρέθηκα δεν ξέρω
στα γόνατά σου· νά ο βωμός, κι εγώ το θύμα απάνου,
για το μαχαίρι πρόθυμο του ιερουργού τού θύτη.
105 Κι εσύ, του πόθου ιέρισσα, μαστόρισσα του χάιδιου,
γυναίκα που θα φάνταζες μητέρα μου, και που ήσουν,
καν από μάνας ορμή, καν από μανία γυναίκας,
θυσία στης Αφροδίτης σου με πρόσφερες τη χάρη.
Α! κι από τότε της θυσίας το πρόσφορο μπροστά μου
110 ξύπνου, ύπνου όραμα, του νιου, του γερασμένου,— πάθος.
Το στόμα κι α δε σ’ έφαγε που όλα τα τρώει, Μελένια,
πού το κουφάρι σου να σέρνεις, πού να παραδέρνεις;
✳
Όλες οι νιες τριγύρω σου και οι λυγερές της χώρας
άντρες τους πήραν και καλούς τους νιους και τους λεβέντες,
115 κι εσύ η Μελένια η δροσαυγή πήρες το μαραζάρη.
Και το ποτήρι το χρυσό που κράταες καρτερώντας
να βάλει μέσα ο άντρας σου το μέλι, βιος το μέλι,
αγιόμιστο σου απόμεινε, και το ποτήρι σου άδειο,
κι εσύ τις ρούγες παίρνοντας με τ’ άδειο το ποτήρι,
120 έξω απ’ το κρύο το σπίτι σου διακόνευες το μέλι,
και τη φωτιά της ιερής γωνιάς, του σπιτιού ζέστα
στη σκέπη του νοικοκυριού π’ όλα τ’ αγιάζει, πλούτη
και φτώχειες, λύπες και χαρές, και το μόλεμα διώχνει,
και τη φωτιά σκορπάς και την αναποδογυρίζεις,
125 και πυρκαγιά την έκαμες που τρώει—, και πάει το σπίτι.
Και την καρδιά σου χάρισες και το κορμί σου αράδα
αράδα, μιαν αχόρταστη για να χορτάσεις πείνα,
στο ντόπιο, στον περαστικό, στον ξένο, στο δικό σου,
στο ναύτη, στον πραματευτή και στον ψαρά, στο γύφτο
130 και στο στρατιώτη που χτυπά σα γιουρουσιού φοβέρα
το σπαθί του στο διάβα του και που ξυπνά στα βάθη
του θηλυκού την πιθυμιά σαν το κάστρο κι εκείνη
ν’ αντισταθεί, να πατηθεί και χάλασμα να μείνει.
Κι ο γύφτος δούλευεν εσέ και με τον ίδιο αγώνα
135 που το σίδερο πύρωνε και το σφυροκοπούσε,
και ξέπλεκε ο πραματευτής τα ζωντανά μαλλιά σου
με μύρα της Ανατολής ποτίζοντάς τα, και είχε
για τα χυτά σου δάχτυλα κι από ’να δαχτυλίδι,
κι ο ναύτης, του καημού μ’ εσέ ταξιδευτής, και μ’ όλο
140 της θάλασσας το σάλεμα σ’ τα σάλευε τα φρένα,
κι όλα ο ψαράς τα δίχτυα του και τα δολώματά του
στης ερωτιάς σου το γιαλό τα χάλασε για σένα.
Κι ο μαραζάρης ο άντρας σου κι ο άντρας σου ο ζηλιάρης
κι ο ανήμπορος ο άντρας σου, διωγμένος από κάθε
145 χάρη, κι από τον έρωτα που ξέρει να σκλαβώνει,
κι από το μίσος το θεριό που ξέρει να σκοτώνει,
εσέ, απαρνήτρα του σπιτιού, της γλύκας κυνηγήτρα,
σε παραδίνει στον κριτή, να σε παιδέψει ο νόμος.
Και στον κριτή σύραν εσέ και πίσω σου όλ’ η χώρα
150 τραβούσε αναγελαστική και το ποδοκυλούσε
ζηλόφτονα στης ατιμιάς το βούρκο τ’ όνομά σου,
καρτέραε, τέντωνε τ’ αφτί ν’ αφογκραστεί όλην ώρα
όξω απ’ την πόρτα του κριτή, μανταλωμένη πόρτα,
γιατί και η κρίση μυστική, κι εσέ τα κρίματά σου
155 στης αμαρτίας την άβυσσο, του σατανά φυτάδια
απείκαστα, αμολόητα, και χείλη των ανθρώπων
άπρεπο να τα μελετάν, κι ακοές να τα μαζώνουν.
(Τιμή στ’ άδολα στόματα! Στα πάναγν’ αφτιά δόξα!)
Κι εσύ μπροστά και στον κριτή με την κορόνα πάντα
160 της ομορφιάς σου και γι’ αυτό βασίλισσα και πάντα,
με το τρανό σου ανάστημα, με την κορμοστασιά σου
θα γιόμιζες του ακάθαρτου κριτήριου τον αέρα
σαν από κάποιας ξαφνικής ανεμικής φοβέρα,
και θ’ άκουες με τ’ ολάσβηστο χαμόγελο που θά ηταν
165 παράξενο, και ταπεινό μαζί και φαντασμένο,
και θ’ άκουες και θ’ αγνάντευες μπρος πίσω, ολόγυρά σου,
να χύνεται, να σβήνεται, να σφάζει, ν’ αλαλάζει
το πείσμα και το ξέσπασμα του καταμηνυτή σου,
το σπλάχνος του διαφεντευτή σου να σε ταπεινώνει
170 σκληρότερα κι απ’ του πικρού κατήγορου το λόγο,
το γείτονα ξετιμωτή, τον άναντρο το φίλο,
την προδοσιά του μάρτυρα, την απονιά του κόσμου,
και το φετφά του δικαστή και το σκοινί του νόμου.
Στη φυλακή σε στείλανε κριτάδες και φετφάδες
175 κι όλοι, ασπλαχνιάς ντερβίσηδες και τύφλας αραπάδες,
όλοι, ανελέημονα για σε, θεοί κι άνθρωποι, όλοι όσοι
της ηδονής θησαυριστές, ξελογιαστές της νιότης,
όλοι όσοι τούς προσκύνησες, Μελένια αφορισμένη,
καταραμένη του Νυμφίου των επιτάφιων θρήνων
180 που τονε καταφόνεσες για παιγνίδια σατύρων
και δαιμόνων πλανέματα· για τούτο και την ίδια
τη νύχτα, μόλις γλίτωσες από την κρίση, ας ήσουν
από τον παιδεμό δαρτή, δεμένη από το νόμο,
την ίδια νύχτα, ω! μια νυχτιά τ’ Απρίλη πάλε, που ήταν
185 για σένα η νύχτα των Παθών, κάτου κι απ’ όλα τ’ άστρα
των ουρανών των ξάστερων, κάτου κι από τους μόσκους
όλους των κιτρολεϊμονιών, κάτου κι από το πάθος
όλο που τ’ αδερφάκι σου τ’ αηδόνι τραγουδούσε,
ντερβίσηδες και αράπηδες, η χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη
190 χίμησε και σε πόμπεψε, με τα μαγαρισμένα
σ’ άγγιξε χέρια, σ’ έβρισε και σ’ έφτυσε, και μ’ όλα
τα ριζικά σε μοίρανε, σε φόρτωσε τα δώρα,
μ’ όλα όσα ξέρει να σκορπά και πλούσια να χαρίζει
μαύρ’ η ασκημιά της ομορφιάς κι όταν παραστρατίζει
195 κι όταν ολόισα η ομορφιά πατεί, γιατί, πριν γίνει
το είδωλο, είν’ η ομορφιά το σκιάχτρο, και χτυπιέται.
Και μήτε που αξιώθηκες το κρίμα το δικό σου
με το ρουμπίνι το αίμα σου να τ’ ακριβοπλερώσεις,
καθώς το πλέρωσε η Γκιουλσούμ του μαντευτή σου θρήνου.
200 (Ο θάνατος κι όσο σκληρός, πιο ευγενικός και πάντα
μπρος στο καταφρονετικό συγκύλισμα που αφήνει
και που χαρίζει τη ζωή, για προσβολή κι εκείνη).
Μόνο έν’ αγόρι, ανάμεσα στους άδειους και τους χαύνους,
στην πόρτ’ απόξω του κριτή νυχτέρεψε για σένα
205 με της αγάπης την ορμή και την ευκή, από σένα
πρωτόβγαλτη στα σπλάχνα του, για να ριζώσει αιώνια.
Μόνο έν’ αγόρι πιο πολύ σε πόθησε από τότε
που σε σημάδεψε πυρό το σίδερο του κόσμου,
κι εκεί που σε πομπεύανε, κι εκεί που σε πατούσαν,
210 τα χέρια σ’ εσέ τ’ άπλωνε και τα τρεμοσαλεύαν
του θαμασμού όλ’ οι άγγελοι, του πόθου όλες οι φλόγες.
Μόνο έν’ αγόρι ανήμπορο να σ’ αγκαλιάσει, ανάξιο
να σε γλιτώσει,— ένας κλαημός, κι έκλαιε για σε, Μελένια!
|