Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)
Άσμα Πρώτον
Το ΜυστήριονΕπέσανε τα Γιάννινα σιγά να κοιμηθούνε, εσβήσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια. Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθιά στην αγκαλιά της, γιατ’ είναι χρόνοι δύστυχοι και τρέμει μην το χάσει. 5 Τραγούδι δεν ακούεται, ψυχή δεν ανασαίνει. Ο ύπνος είναι θάνατος, και μνήμα και κρεβάτι, κι η χώρα κοιμητήριο, κι η νύχτα ρημοκλήσι. Άγρυπνος ο Αλήπασας ακόμη δε νυστάζει Κι εις ένα δέρμα λιονταριού βρίσκεται ξαπλωμένος. 10 Το μέτωπό του είναι βαρύ, θολό, συγνεφιασμένο και τὄβαλεν αντίστυλο το χέρι του, μην πέσει. Χαϊδεύει με τα δάχτυλα τα κάτασπρά του γένια που σέρνονται στου λιονταριού τη φοβερή τη χήτη. Αγκαλιασμένα τα θεριά, σου φαίνεται πως έχουν 15 ένα κορμί δικέφαλο· το μάτι δε γνωρίζει ποιό τάχα να ’ν’ το ζωντανό και ποιό το σκοτωμένο. Στην άκρη στο παράθυρο σιωπηλός προσμένει και τρομασμένος τον θωρεί ο φίλος του ο Ταχήρης. Μέσα στη μαύρη την ερμιά του κόσμου, που χαλούσαν 20 οι προδοσίες, οι σκοτωμοί, απόκρυφες ελπίδες βαστούν εκείνες τες καρδιές ακόμη αλυσωμένες. Απόψε τί στοχάζονται;… Τί μυστικό τον ύπνο στα μάτια τους να κατεβεί απόψε δεν αφήνει;… Αλής Ταχήρ, Ταχήρ! εκοίταξες να ιδείς αν το φεγγάρι 25 εφάνηκε στον ουρανό; Δυο ώρες το προσμένω. Είναι σχεδόν μεσάνυχτα, γιατί να μην προβαίνει; Ταχήρ Επρόβαλεν… είναι θολό και κόκκινο σαν αίμα. Σύγνεφα μαύρα και βαριά ανεβοκατεβαίνουν και φεύγουν σα φαντάσματα. Ο άνεμος τα σπρώχνει 30 και τα σωρεύει επάνω του με λύσσα, με μανία. Ωσάν αέρια κύματα, το δέρνουν, το χτυπούνε, και λες πως θα το πνίξουνε και λες πως θα το σβήσουν. Πυκνή θολούρ’ απ’ τα βούνα, Βιζίρη μου, του Πίνδου απλώνεται στον ουρανό, κι εσκέπασε τ’ αστέρια. 35 Τί σάβανο κατάμαυρο! τί νύχτα! τί τρομάρα! Αλής Σε σκιάζουνε τα σύγνεφα, σε σκιάζει το φεγγάρι γιατί το βλέπεις κόκκινο, το βλέπεις ματωμένο; Τόσον καιρό με τον Αλή, απ’ τα μικρά σου νιότα, κι ακόμη δε συνήθισες τέτοια βαφή να βλέπεις; 40 Επίστεψες πως ήθελα να μάθω και ν’ ακούσω πως το φεγγάρ’ είναι χλωμό και πως ερωτεμένο επρόβαλε τη λάμψη του να χύσει ολόγυρά μου; Επίστεψες πως ήθελα τη δροσερή του αχτίδα ωσάν παρθενικό φιλί στα χείλη μου να νιώσω; 45 Ακόμη δε μ’ εγνώρισες! δεν έμαθες ακόμη πως πάντα μαύρα σύγνεφα, πάντα βαρύς χειμώνας, πάντα σκοτάδι μ’ αστραπές εστάθηκε η ζωή μου. Το μέτωπό μου εγέρασε, οι τρίχες μου ασπρίζουν, κι ακόμη δεν εγνώρισα του κόσμου τη γαλήνη. 50 Κι απόψε, απόψε που ’θελα, απόψε που ποθούσα να καταλάβουν τα στοιχειά τί μαύρη τρικυμία μουγκρίζει μες στα στήθη μου και πόσ’ αστροπελέκια μου κατασχίζουν την καρδιά, απόψε συ φοβείσαι; Φοβείσαι λίγα σύγνεφα θολά, που ανεμοδέρνουν, 55 και τη μαυρίλα του βουνού και της βροντής τον κρότο; Σύρε, δειλέ. Τί στέκεσαι, Ταχήρ, εδώ σιμά μου; Σύρε να γίνεις σύντροφος του υιού μου του Μουχτάρη. Ταχήρ Βιζίρη μου, πατέρα μου, γιατί, γιατί με διώχνεις; Τόσον καιρό μ’ αγάπησες σαν να ’μουνα παιδί σου, 60 κι απόψε μ’ απαρνήθηκες; με διώχνεις, μ’ ατιμάζεις; Βιζίρη, πότ’ εδείλιασα, ή πότε αυτό το χέρι πιστά δε σ’ υπηρέτησε; Μη με καταφρονέσεις. Πες μου, τί θέλεις από με; Οι δυο μας ενωμένοι μπορούμε να χαλάσομε την ομορφιά του κόσμου· 65 μπορούμε, αν το θελήσομε, τα δένδρα να μας βλέπουν κι αμέσως να μαραίνονται, τα φύλλα τους να ρίχνουν. Όθε διαβαίνομε μαζί, ν’ αχνίζουνε τα ρόδα, και να διψούνε για δροσιά τα χόρτα, τα λουλούδια, Βιζίρη, όπου πατήσομε. Η μάνα ν’ απορίχνει, 70 όταν ιδεί τον ίσκιο μας· στα στήθη της το γάλα να γίνεται πικρή χολή, περίδρομος, φαρμάκι. Πες μου, τί θέλεις από με; Αλή, δοκίμασέ με. Αλής Ταχήρ, παιδί μου, σιώπησε· φθάνει, συγχώρεσέ με· τόσην αισθάνομαι για σε αγάπη και φιλία, 75 που σκιάχτηκα μην ήθελες απόψε να μ’ αφήσεις. Να ’ξερες πόσες κόλασες, πόσα σκληρά μαχαίρια μου κόβουνε τα σωθικά! Ταχήρ, παρακαλέσου για τον Βιζίρη τον Αλή. Πρόσταξε τα στοιχεία να με βοηθήσουνε, Ταχήρ, και πες στα καταχθόνια 80 πως για μιαν ώρα, μια στιγμή, κορμί, ψυχή, το βιο μου, όλα τα δίνω, μια στιγμή να μου χαρίσουν μόνον. Και συ, ψυχή της μάνας μου, πὄρχεσαι κάθε βράδυ και πέφτεις και σωριάζεσαι σιμά μου στο κρεβάτι, και μου ενθυμίζεις με φιλιά, με δάκρυα το Γαρδίκι, 85 ωχ! έλα, παντοδύναμη, λησμόνησε μιαν ώρα τη φοβερή σου εκδίκηση. Μάνα μου, βόηθησέ με, αν μ’ αγαπάς, αν πιθυμείς κι εγώ να σου πλερώσω το χάρισμα που σὄταξα, μάνα μου, βοήθησέ με. Ταχήρ Βιζίρη μου, τί μυστικό, τί πόνος σε σπαράζει; 90 Δεν είμ’ εγ’ ο πνευματικός, ο φίλος σου, Βιζίρη; Πες μου, τί θέλεις τα στοιχειά, τον Άδη τί τον θέλεις; Τα κόκαλα της μάνας σου γιατί να τα ξυπνήσεις; Εγώ και συ δεν είπαμε πως φθάνομε μονάχοι; Άλλη βοήθεια τί ζητείς; Είναι ντροπή δική μας 95 οι ζωντανοί να κράζουνε βοήθεια πεθαμένους. Πες μου, τί θέλεις; Τί ποθείς; Ποτέ, ποτέ δεν σ’ είδα, Βιζίρη μου, σα σήμερον αχνόν και ταραγμένον. Εσύ, εσύ, οπού βαστάς τόσες ζωές στο χέρι, που σε μια μόνη σου ματιά τα Γιάννινα βυθίζουν, 100 και Αρβανιτιά και Ρούμελη εμπρός σου γονατίζουν, και στη φωνή σου τ’ Άγραφα ραγίζονται και τρέμουν, εσύ, απόψ’ εδείλιασες; Βιζίρη μου, θυμήσου τη φοβερή σου δύναμη. Σ’ εκράξαμε λιοντάρι. Αλής Ταχήρ, δε θέλω εκδίκησες, αίμα, Ταχήρ, δε θέλω· 105 αν ήτανε για φονικά, δε σ’ έκραζα βοήθεια. Λησμόνησα τα πάθη μου, λησμόνησα τες έχθρες· όλα μού φύγαν απ’ το νου. Μπορώ να σου τ’ ορκίσω, Ταχήρ, ότ’ ελησμόνησα απόψε και το Σούλι, το Σούλι που μ’ εθέρισε, που μ’ άδειασε τη φλέβα 110 ροφώντας ακατάπαυστα το αίμα της καρδιάς μου, το Σούλι, που μου εντρόπιασε τα κάτασπρά μου γένια, απόψε το λησμόνησα. Το Λάμπρο το Τζαβέλα, μου φαίνεται αν τον έβλεπα στα πόδια μου σφαμένον, κι αν ημπορούσε ανθρώπινη δύναμη να του δώσει 115 πάλε την πρώτη του ζωή, για να με μαρτυρέψει, μά την ψυχή της μάνας μου, ήθελα του τη δώσει, αν ημπορούσα μια στιγμή, Ταχήρ, κι εγώ να ελπίσω. Αν μὄλεγαν να γύριζα στην πρώτη μου τη φτώχεια, να τρέχω επάνω στα βουνά και να καταφρονιώμαι, 120 Ταχήρ, δε λέγω ψέματα, το ’κανα στην ψυχή μου, αν ημπορούσα μια στιγμή να λάβαιν’ απ’ τη φύση της άνοιξης την ομορφιά, τη μυρωδιά του ρόδου, του φεγγαριού το φόρεμα, και της κιτριάς τα νιότα, αν ημπορούσα μια στιγμή, Ταχήρ, να ξανανιώσω. 125 Βλέπεις, παιδί μου, τί ζητώ; Βλέπεις η δύναμή μου δε φθάνει. Τα γεράματα μ’ επλάκωσαν, με γέρνουν· άσπρισε το κεφάλι μου, τα χείλη μου αχνίσαν, εθόλωσαν τα μάτια μου, δε λάμπουνε σαν πρώτα. Κι ενώ, κι ενώ τα κόκαλα αρχίζουν να κουφώνουν, 130 Ταχήρ, φέρε το χέρι σου, θέσε το στην καρδιά μου, ν’ ακούσεις πώς οι χτύποι της, πώς είναι ανδρειωμένοι. Βράζει το αίμα μου, Ταχήρ, και τώρα, που μ’ ακούεις αισθάνομαι πως δύναμαι ακόμη ν’ αγαπήσω. Αλλά, με βλέπουν γέροντα, με σκιάζονται, με τρέμουν, 135 πέφτουν, φιλούν τα πόδια μου, τα μάτια δε σηκώνουν ποτέ να με κοιτάξουνε. Η μάνα κι ο πατέρας ευτυχισμένοι στέλλουνε σ’ εμέ τη θυγατέρα, για να γλιτώσουν το παιδί, μονάκριβ’ όταν το ’χουν, κι εγώ γυρεύω το φιλί ωσάν ελεημοσύνη, 140 και μου το δίνουνε ψυχρό, σκληρά συντροφεμένο ποιός ξεύρει με τί άσπλαχνη και μυστική κατάρα. Ταχήρ, αν μ’ εκατάλαβες, αν έμαθες τί θέλω, θεράπεψέ με· το ζητώ για χάρη, για εσπλαχνία. Ταχήρ Βιζίρη μου, τ’ ομολογώ, δεν ήλπιζα ποτέ μου 145 ν’ ακούσω της Αρβανιτιάς το φοβερό λιοντάρι ν’ αναστενάζει, να θρηνεί σαν έρημη τρυγόνα. Πρόσταξε το κεφάλι μου στα πόδια σου να πέσει, αλλ’ άκουσε, πατέρα μου, το γέρο σου το φίλο. Η μάνα σου σ’ εγέννησε και σ’ έριψε στον κόσμο 150 την ώρα που κι η μάνα μου εγέννησε κι εμένα. Αντί να γίνει ένας σεισμός, αντίς η γη ν’ ανοίξει, αντί να ’λθεί θανατικό, πλημμύρα, πείνα, φτώχεια, μια δύναμις ανώτερη μας έστειλ’ εδώ κάτω. Εσύ εδιορίστηκες να ’σαι σπαθί κι αιθέρας, 155 κι εμένανε μ’ ευχήθηκε, Βιζίρη, να ’μαι πάντα του φοβερού σου του σπαθιού πιστή φωλιά και θήκη. Σαράντα χρόνους τρέχομε· γιά κοίταξε, Βιζίρη, πόσα βουνά διαβήκαμε, πόσους κρημνούς και βράχους! Ρίξε τα μάτια οπίσω σου, πέρασε με το νου σου, 160 όλα μας τα πατήματα και μέτρησε τους τάφους… Τί κρίμα που δε φαίνονται! Και ποιός θυμάται τώρα; Τα κόκαλα και τα κορμιά ελιώσανε, Βιζίρη. Το χώμα που ολοφούσκωτο τα μνήματα πλακώνει, ολίγ’ ολίγο χάνεται, γλυκά κατακαθίζει· 165 ύστερα φθάνει η άνοιξη με τα πολλά λουλούδια, με τα χορτάρια τα χλωρά, με γέλια, με παιγνίδια, κι εκεί, που μαύρο κι έρημο το φονικό κοιμάται, παίζουν, χορεύουν τα παιδιά, λαλούνε τα πουλάκια. Τα αίματα, που εχύσαμε, τα ρούφηξε το χώμα, 170 τα ξέπλυνε το σύγνεφο, τα ’σβησεν η δροσούλα, και τώρα ελησμονήσαμε. Καμιά φορά τη νύχτα τα βλέπομε στον ύπνο μας, αλλά ποιός τα φοβείται; Το πρώτο γλυκοχάραμα τα σβει, τα συνεπαίρνει. Ω! μη φοβείσαι τους νεκρούς, είν’ ήσυχοι οι καημένοι. 175 Έχουν τον ύπνο τους βαθύ, κοιμώνται σαν παιδάκια. Βιζίρη, τώρα σ’ ερωτώ, αν είπα την αλήθεια. Για να μπορέσεις του Θεού τη δύναμη ν’ αρπάσεις, κι αντίπαλός του άσπονδος να τονε πολεμήσεις, εκειός να δίνει τη ζωή και συ να τηνε παίρνεις, 180 πώς έπρεπε να πορευθείς; Μ’ εκείνη την αγάπη, που νιος δεν επεθύμησες και… σήμερα γυρεύεις, ήθελ’ ακόμα σέρνεσαι στου Τεμπελέν τη φτώχεια. Θα κάθησο στη θύρα σου, το χέρι σου ν’ απλώνεις εις το διαβάτη που περνά. Εμίσησες τον κόσμο, 185 και νά που τον ενίκησες. Αλλά μη λησμονήσεις, το Σούλι μένει ζωντανό, κι ο Λάμπρος ο Τζαβέλας. Θυμήσου πως η μάνα σου βαθιά μέσα στο χώμα ανάπαυση δε θα να βρει και ύπνο κι ησυχία, ανίσως και στο μνήμα της δε σφάξεις το Γαρδίκι. 190 Βιζίρη, πες μου τί ποθείς; Ποιά κόρη, ποιά γυναίκα δε σ’ είδε, δε σ’ εζήλεψε, δεν ήλθε στο πλευρό σου; Ποιά μάνα μες στα Γιάννινα και ποιός, και ποιός πατέρας τολμά σ’ εσένα ν’ αρνηθεί τα κάλλη του παιδιού του; Οι χρόνοι δε σ’ εγέρασαν, το χέρι σου δεν τρέμει· 195 είναι φωτιά τα χείλη σου και κεραυνός το μάτι. Ποιός είναι εκείνος που θωρεί την κάτασπρη τη χήτη του Πίνδου του περήφανου και γέροντα τον κράζει; Πες μου, τί θέλεις, πρόσταξε· το χέρι μου, η ψυχή μου είναι δικά σου. Άνοιξε στο φίλο την καρδιά σου. Αλής 200 Ταχήρ, Ταχήρ, μου θύμισες τα περασμένα χρόνια, το δρόμο, που περάσαμε, τα μνήματα, το αίμα, και σαν και να ξανάνιωσα, εχάρηκε η καρδιά μου. Ταχήρ, εσύ μ’ εγνώρισες. Δεν ήλθα εδώ στον κόσμο, για ν’ αγαπήσω του Θεού το πλάσμα, την εικόνα. 205 Άλλος Θεός μ’ εγέννησε, μὄδωκε την ψυχή του και μου ’πε και με δίδαξε πως η ζωή η δική μου θα να ’ναι μαύρος θάνατος και κόλαση εδώ κάτω. Θυμούμαι ακόμη τη στιγμή, που η μάνα μου μ’ επήρε κρυφά κρυφ’ απ’ τ’ αδέρφια μου το βράδυ σ’ ένα μέρος 210 όπου ήσαν μνήματα πολλά κι ασπρίζαν στο φεγγάρι. Ανάμεσά τους έστεκε σιωπηλό, μονάχο, ένα ψηλό, θεόρατο και μαύρο κυπαρίσσι. Η νύχτα ήτον ήσυχη, έλαμπε το φεγγάρι, και κάπου κάπου ακούετο το ρυάσιμο του λύκου. 215 «Μάνα μου», λέγω, «κοίταξε, τα γόνατά μου τρέμουν. Τί μ’ έφερες εδώ να ιδώ; Πάμε· φοβούμαι, μάνα». Κι εκείνη, που την έτρεμεν ο ουρανός κι ο Άδης, «Αλή», μου λέγει, «μη φοβού σαν είσαι με τη Χάμκω. Οι πεθαμένοι δεν ξυπνούν· κι ανίσως και το μνήμα 220 ξεράσει από τα στήθη του κανέναν κολασμένον, φθάνει να ιδεί πως είμ’ εδώ, το χνότο μου να νιώσει, γίνεται στάκτη και καπνός και δυο φορές πεθαίνει. Αλή, παιδί μου, μη φοβού, μη σκιάζεσαι τους τάφους. Τα κόκαλα μέσα στη γη και τ’ άψυχο το κρέας 225 δεν είναι παρ’ ο άνθρωπος στης μάνας του τη μήτρα. Το σάβανο είναι σπάργανο, το ξύλινο κιβούρι είναι κουνιά μικρού παιδιού, οπού ποτέ δεν κλαίει· χαρά σ’ εκείνον που μπορεί, άλλος θεός πατέρας, αντί να φτεύει τη ζωή στης γυναικός τα σπλάχνα, 230 για να γεννώνται δράκοντες και φίδια και λιοντάρια, βαθιά να σκάφτει μες στη γη και να καταβολιάζει τη σάρκα την ανθρώπινη, π’ όσο κακή κι αν είναι, θα δώσει ρόδα για καρπούς, λουλούδια και χορτάρια· παιδί μου, αν θέλεις την ευχή της μάνας σου να πάρεις, 235 θυμήσου να ’σαι έσπλαχνος και σαν καλός πατέρας στα δύστυχα τα τέκνα σου να στρώνεις για κρεβάτι το χώμα, που ’ναι δροσερό, και να τ’ αποκοιμίζεις. Αλή, παιδί μου, κοίταξε το μαύρο κυπαρίσσι, κοίταξε και τα μνήματα, που ασπροβολούν τριγύρω. 240 Βλέπεις, ο ίσκιος του περνά σαν άλλος ωροδείχτης επάνω από τα μάρμαρα, λες και μετρά τες ώρες. Στον κόσμο τώρα που θα εμβείς, να γίνεις κυπαρίσσι και να μετράς τες ώρες σου, τους χρόνους, τη ζωή σου απλώνοντας τον ίσκιο σου στα μνήματα τα κρύα. 245 Και κοίταξε, γλυκέ μου Αλή, ποτέ μη λησμονήσεις: αν έλθει μέρα και στιγμή, που ο μαύρος σου ωροδείχτης δεν εύρει πλάκα να σταθεί, την ώρα να σου δείξει, θυμήσου, Αλή, τα λόγια μου, η μοίρα θα σε πάρει. Άλλο δεν έχω να σου ειπώ. Ζώσου σπαθί, μαχαίρι, 250 και τρέχα, ανέβα τα βουνά. Έχε σιμά σου πάντα τη μητρική μου την ευχή και δε θα ν’ αποστάσεις». Ταχήρ, εκείνη τη βραδιά ενίκησα τον κόσμο. Κι εσύ το ξεύρεις, φίλε μου, το ξεύρεις σύντροφέ μου, αν ελησμόνησα ποτέ της μάνας του τα λόγια. 255 Τώρα για πρώτη μου φορά αισθάνομαι ένα πάθος, μια δίψα ακατανόητη, Ταχήρ, μια τέτοια λάβρα, που αν ήξευρα πως έφθανε για να μου τηνε σβήσει το αίμα της Αρβανιτιάς, το αίμα… το δικό σου, όλο μεμιάς θα το ’πινα, Ταχήρ, να ησυχάσω. 260 Το μυστικό μου θα σου ειπώ· αλίμονον σ’ εσένα, ανίσως κι απ’ τα χείλη σου πέσει ποτέ ένας λόγος. Ταχήρ, Ταχήρ, στο πρόσωπο, Ταχήρ, μη με κοιτάζεις· το λύκο τον ανήμερο, το τρομερό λιοντάρι, τον άγριο τον Αλήπασα, τον κατατρώγει η ζήλια. 265 Η ζήλια! Τ’ ομολόγησα, σ’ άνοιξα την καρδιά μου. Φέρε μου εδώ το δάχτυλο, μέτρησε την πληγή μου. Απόψε ο κόσμος να χαθεί, ο ουρανός να πέσει, ν’ ανοίξει η γη να καταπιεί κι εμένανε κι εσένα, απόψε θέλω ιατρικό!… Κανένανε δεν έχω· 270 εσύ λυπήσου με, Ταχήρ, εσύ, πιστέ μου φίλε. Ταχήρ Βιζίρη μου, Βιζίρη μου, άφες με να φιλήσω το δυνατό το πόδι σου, τη γη που σε βαστάει· ζήλια σού καίει την καρδιά, ζήλια γλυκιά κι αγάπη! Και λες ότ’ είσαι γέροντας! Και λες ότι τα χρόνια 275 σ’ ασπρίσανε, σ’ εγείρανε! Ευλογημένη η ώρα, που μ’ άνοιξες τα στήθη σου και μὄδειξες, Βιζίρη, τ’ ανδρειωμένα σπλάχνα σου που ακόμη λαχταρίζουν! Ζήλια! Του έρωτος πικρό, φαρμακερό στολίδι, σ’ εσέ, Βιζίρη, θα γενεί αίμα, ψυχή και νιότη, 280 απόψε ο κόσμος να χαθεί, ο ουρανός να πέσει, ν’ ανοίξ’ η γη να καταπιεί κι εμέ και τα παιδιά σου… Αλής Παιδιά μου;… Ποιός σ’ ερώτησε; Πώς σου ’λθανε στη μνήμη; Εγώ, που ’μαι πατέρας τους, εγώ δεν τα θυμούμαι, και συ πώς τα μελέτησες; Τόση μεγάλη αγάπη 285 αισθάνεσαι για μένανε, οπού, χωρίς να θέλεις, βλέπεις εμπρός σου το Μουχτάρ και το Βελή, σαν να ’ταν του δένδρου που σ’ εσκέπασε, Ταχήρη, τα κλωνάρια; Και στ’ όνομά τους όρκισες κι εφώναξες ν’ ανοίξει απόψε η γη να καταπιεί και σε και τα παιδιά μου… 290 Ποιός ξεύρει;… αν σ’ επρόσταζα… αν ήξευρες πως τώρα όλη η ζωή μου κρέμεται στα χέρια τα δικά σου. Κι αν σὄλεγαν πως για να ιδείς τον αδελφοποιτό σου, το γέρο το Βιζίρη σου, Ταχήρη, τον Αλή σου ν’ αναστηθεί, να ιατρευθεί μ’ ένα ποτήρι αίμα… Ταχήρ 295 Έκοβα το λαρύγγι μου, έσφαζα το παιδί μου, για να στο φέρω να το πιεις, Βιζίρη μου, πατέρα. Αλής Στην αγκαλιά μου έλα εδώ· εσύ ’σαι το παιδί μου. Άκουσε τώρα τί θα ειπώ, μάθε από σε τί θέλω… Καθώς ανθίζ’ η μυγδαλιά με τα πολλά τα χιόνια, 300 άνθιζε μες στα Γιάννινα και η Κυρά Φροσύνη. Χρυσή αχτίδα φεγγαριού στα σύγνεφα κρυμμένη μια μέρα την απάντησα. Εδιάβηκε σιμά μου κι εθάμβωσαν τα μάτα μου. Κρυφή ανατριχίλα μ’ έσφαξε μες στα κόκαλα. Το άτι μου την είδε, 305 εστύλωσε τα πόδια του, ετέντωσε το μάτι κι απλώνει, απλώνει το λαιμό για να τη χαιρετήσει. Ολόγυρά της έστεκαν σαν άνθη, σαν αστέρια, σαν τες ρανίδες της δροσιάς στης κιτριάς το φύλλο, κόρες πολλές. Επαίζανε κι εμάζωναν λουλούδια. 310 Εσκιάχτηκάνε τ’ άλογο, σαν άγρια περιστέρια επέταξαν, εκρύφτηκαν μες στων δενδρών τον ίσκιο. Το άτι μου εχλιμίτισε, αστροπελέκι εχάθη. Επέρασε πολύς καιρός και πάντα στ’ όνειρό μου την έβλεπα· της άπλωνα τα χέρια να την πιάσω 315 και μὄφευγε σαν τον αφρό στα δάχτυλα του ναύτη, που κινδυνεύει να πνιγεί πιστεύοντας πως σφίγγει την άσπρη πέτρα του γιαλού, που θα τονε γλιτώσει. Ήλθε φωτιά και πόλεμος· το Σούλι φοβερίζει να καταπιεί τα Γιάννινα· τα κλέφτικα τα βόλια 320 εσύριζαν μες στ’ Άγραφα· του Πίνδου τα τουφέκια αστράφτουνε και τον καπνό στα γένια μου σκορπούνε· το αίμα, η εκδίκηση, ο φόβος, οι ελπίδες μ’ έκαμαν κι ελησμόνησα. Δεν έβλεπα στον ύπνο το όνειρό μου το γλυκό. Εχάθηκε η Φροσύνη. 325 Είναι τρεις νύχτες που άγρυπνος τη βλέπω πάλ’ εμπρός μου. Η σπίθα μου έγινε φωτιά, με καίει, με φλογίζει. Δεν είμαι Αλής Τεπελενλής, δεν είμαι υιός της Χάμκως, ανίσως στο κρεβάτι μου δεν την ιδώ να πέσει. Στον ύπνο μου για τρεις φορές την είδα τη Φροσύνη, 330 θα ν’ αληθέψει τ’ όνειρο… κι απόψε θ’ αληθέψει. Ο πόλεμος ησύχασεν, έπαψε το τουφέκι, εγύρισα στα Γιάννινα… Τον ξεύρεις το Δεσπότη; Κάποιος θα του μαρτύρησε τη μυστική μου αγάπη, κι εκείνος τηνε πάντρεψεν. Επίστεψε, του εφάνη 335 με τρεις ευχές, που διάβασε, και με τα δυο στεφάνια, με τον καπνό του θυμιατού και με τα δαχτυλίδια πως άρπαξε απ’ τα νύχια μου το πλάσμα του θεού του. Παπά, μέσα στα Γιάννινα άλλος θεός δεν είναι παρ’ ο Βιζίρης ο Αλής και θα το ιδείς μια μέρα. 340 Τρεις χρόνοι τώρα επέρασαν… κι ο Βάγιας ο Θανάσης ήλθε και μου ’πε μυστικά πως η Κυρά Φροσύνη παραίτησε τον άνδρα της, τα δυο της τα παιδάκια, και… κάποιον άλλον αγαπά… Ταχήρ, Ταχήρ, βοήθεια. Ταχήρ Ποιόνε, Βιζίρη; Πες μου τον… ν’ ακούσω τ’ όνομά του. Αλής 345 Ταχήρ, μη τρέμεις σαν εμέ… Ταχήρ, μην πρασινίζεις… Είμεθα μόνοι… Το Μουχτάρ… Και πώς; ανατριχιάζεις; Εσκιάχτηκες μη θα σου πω να τρέξεις να μου φέρεις το αίμα που πρωτύτερα μὄταξες να μου δώσεις; Εσύ… το ξεύρω, μ’ αγαπάς… δεν έχεις άλλο φίλο, 350 βλέπεις κι εγώ σαν να ’σουνε πνεματικός, θεός μου, το μυστικό μου σὄδωκα. Τί τρέμεις; Τί φοβείσαι;… Ταχήρ Βιζίρη μου, δεν σκιάζομαι. Τί θέλεις;… το παιδί σου… Αλής Να είν’ η ύστερη φορά π’ ακούω τέτοιο λόγο να βγαίνει από το στόμα σου. Ταχήρ, ακούς τί λέγω; 355 Παιδί!… Δεν έχω εγώ παιδιά, δεν είμ’ εγώ πατέρας. Η θάλασσα τα κύματα παιδιά της θα τα κράξει, γιατί τηνε ξεσχίζουνε και τηνε μαρτυρεύουν; Και τ’ ουρανού τα σύγνεφα μπορούνε ν’ αγαπήσουν τον κεραυνό, την αστραπή, τα δίδυμα τ’ αδέρφια, 360 τα σπλάχνα, που τα εγέννησαν, Ταχήρ, γιατί φλογίζουν; Παιδιά! Δεν έχω εγώ παιδιά. Ταχήρ, όταν θυμούμαι πως για να δώσω τη ζωή, το αίμα και τη σάρκα εις το Μουχτάρ και το Βελή, το λύκο και το φίδι, επήρ’ από τη νιότη μου, επήρ’ απ’ την ψυχή μου 365 και τα στερούμαι τώρα εγώ, τα χαίρονται οι δυο τους· όταν θυμούμαι ότ’ έκλεψαν, Ταχήρ, τη δύναμή μου και τη φορούν αυτοί για με, κι εγώ τηνε γυρεύω… Παιδιά! Δεν έχω εγώ παιδιά. Δεν ήλθα εδώ στον κόσμο να πλάσω νέες γενεές· μ’ έστειλαν να χαλάσω. 370 Εσύ το ξεύρεις· και γιατί σε σκιάζουν τα παιδιά μου; Το μυστικό μου το ’μαθες, γνωρίζεις τον εχθρό μου… Και τώρα που ’μαι γέροντας, τώρα και συ που βλέπεις ότ’ ίσως ύστερη φορά θα λάβω στη ζωή μου ευτυχισμένη μια στιγμή, τώρα και συ μ’ αφήνεις; Ταχήρ 375 Βιζίρ, δεν εφοβήθηκα… Αν άχνισα για λίγο, ήτανε… η εκδίκηση. Πρόσταξε, θέλεις τώρα… Αλής Όχι, Ταχήρ, μη βιάζεσαι. Το ξεύρεις, δε μ’ αρέσει άδικα και παράλογα να… πέφτω σ’ αμαρτία. Θα δώσω λόγο και ψυχή σ’ ένα Θεό μια μέρα. 380 Άκουσε. Τώρα θά ’λθει εδώ, να πάρει την ευχή μου ο υιός μου ο Μουχτάρπασας. Αύριο τονε στέλλω να πάει μακρά στον πόλεμο π’ ανάφτει στα Μπαλκάμια. Δέκα χιλιάδες τὄδωσα. Θ’ αφήσει πριν χαράξει τη Φρόσω και τα Γιάννινα. Του δίδω και για φίλο, 385 να του ’ναι πάντα στο πλευρό σαν άλλος του πατέρας, τον τρίτο μας τον αδελφό, το Βάγια το Θανάση. Τονε γνωρίζω από παιδί, το χέρι του δεν τρέμει… Εγώ και συ θα μείνομε. Αύριο, το φεγγάρι πριν έβγει επάνω απ’ τα βουνά, Ταχήρη μου, θα πάμε 390 οι δυο μας ήσυχα, κρυφά να βρούμε τη Φροσύνη. Θα πάγω εκεί, στα πόδια της να πέσω και να κλάψω, να της ζητήσω ένα φιλί, αγάπη κι εσπλαχνία· τα πλούτη μου, τη δόξα μου, στα χέρια της θ’ αφήσω· βασίλισσα, Σουλτάνα μου, Ταχήρ, θα τηνε κάμω, 395 να τηνε βλέπ’ η άνοιξη και να τηνε ζηλεύει. Και αν άσπλαχνη τα δάκρυα μου, Ταχήρ, καταφρονέσει, αν δε θελήσει το Μουχτάρ για με να λησμονήσει, ω! τότε, φίλε μου πιστέ, θα βρεις εσύ τον τρόπο να πλύνεις την αισχύνη μου. Βρίσκεις νερό στη λίμνη, 400 σαν τη δροσούλα καθαρό… Είναι βουβό το κύμα, και όταν μουγκρίζει στο γιαλό, ο κόσμος δεν γνωρίζει αν είναι ο θρήνος ή βοή, αν είναι μοιρολόγι… Σύρε να κράξεις το Μουχτάρ. Εδώ σαν έλθει εμπρός μου, στάσου στη θύρα ακίνητος. Κι ανίσως καταλάβεις 405 από μια μόνη του ματιά, από μια μόνη λέξη ότι έμαθε το μυστικό… Ταχήρ, εσύ το ξεύρεις, δεν είν’ ο Αλής αχάριστος… Αν μου ’τανε γραμμένο απόψ’ εδώ να στερηθώ, ένα παιδί να κλάψω… εσέ θα πάρω για παιδί, εσένα θ’ αγκαλιάσω. 410 Σύρε, Ταχήρ, στα χέρια σου είν’ όλες μου οι ελπίδες… Ταχήρ, Ταχήρ, λησμόνησα… Πώς δε φορείς απόψε ούτε μαχαίρι ούτε σπαθί; Χίλιες φορές σού το ’πα να τα ’χεις πάντα συντροφιά… Είναι κακός ο κόσμος. Έπειτα το ’χω σ’ εντροπή να βλέπω το λιοντάρι 415 που πάντα στέκει άγρυπνο σιμά μου, στο πλευρό μου, να μη δείχνει τα δόντια του, τα φοβερά του νύχια… Πάρε, Ταχήρ, γι’ αγάπη μου, πάρε να με θυμάσαι. Είναι μικρό το χάρισμα… Ποιός ξεύρει το μαχαίρι, που τώρα από τη μέση μου βγαίνει για να στολίσει 420 τ’ ανδρειωμένα στήθη σου, ποιός ξεύρει πόση δόξα, αγαπημένε μου Ταχήρ, το καρτερεί στον κόσμο! Σύρε να κράξεις το Μουχτάρ, σύρε με την ευχή μου. Σκύφτει ο Ταχήρ το μέτωπο, αχνός σα πεθαμένος, φιλεί το χέρι του Αλή και παίρνει το μαχαίρι. 425 Έμεινε μόνος ο φονιάς. Πικρά χαμογελώντας εκοίταξε το φίλο του, που φεύγοντας γυρίζει να προσκυνήσει τρεις φορές τον αδελφοποιτό του. ✳
Επάνω κάτω ανήσυχος, σαν τίγρις πεινασμένη, που καρτερεί το θύμα της, πατεί και παραδέρνει. 430 Ρίχνει στο χέρι τ’ άρματα. Τα δυο του τα πιστόλια ήσαν γεμάτα, έτοιμα. Τραβά το γιαταγάνι, γλιστρά σα φίδι, ανέμποδα προβαίνει από τη θήκη. Το πάθος, η εκδίκηση, τον πνίγει, τον τυφλώνει. Άνοιξε το παράθυρο, λαίμαργα καταπίνει 435 το αγεράκι της νυχτός, που αθώο δε γνωρίζει πως τέτοια στήθη τὄμελλε, το μαύρο, να δροσίσει. Εσήκωσε το μέτωπο. Τον ουρανό σκεπάζουν βαριά, πυκνά τα σύγνεφα. Λες κι έκλεισε τα μάτια να μη τον δει στο πρόσωπο και να μη τον ακούσει… ✳
Αλής |
(μόνος)
|