41
Εγώ ο Ρυθμός ο νέραϊδος ο βασιλιάς την άφησα
στον κρυσταλλένιο πύργο της την πολυαγαπημένη μου,
τη Ρίμα τη βασίλισσα την ερωτοκρατόρισσα,
που πάντα σκλάβο ορέγεται να με κρατάει στα πόδια της,
5('41) και καβαλάρης έφυγα και κυνηγάρης έτρεξα
στα κορφοβούνια, στα ριζά, στα ξέφωτα, στα ολόφωτα
να σαϊτέψω ελεύτερα και να σκλαβώσω αξέταστα
κι εγώ τα λάφια του όνειρου και του καημού τις πέρδικες.
42
Γη του Ραγιά και του Χαμού, του Ήλιου και του Ύπνου!
Κεντάει τους άδειους λογισμούς, ανάξια έργα υφαίνει
για σε ο Ραγιάς πάντα σκυφτός μες στην οκνή του σάρκα.
Σε βαθιά πέλαγα ο Χαμός και απάτητα σε ρίχνει,
5('42) να σε γυρεύει ο βουτηχτής και να σε κλαίγει ο κόσμος.
Φέρνει σου τα ζαφείρια του και τα διαμάντια ο Ήλιος,
τη γαληνιά του αθάνατου σου φέρνει εσένα ο Ύπνος.
Του Ύπνου καλή και του Χαμού και του Ραγιά και του Ήλιου!
43
Ω Πόλη! Εσύ του πράσινου διθάλασσο όραμα,
Πατρίδα της Πατρίδας μου, οι Σουλτάνοι
σε ντρόπιασαν, εμάρανέ σε ο Ξεπεσμός.
Όμως ο Αθάνατος Αϊτός δε σε ξεχάνει.
5('43) Από Βοριά, από Δύση κι απ’ Ανατολή,
αράδα αράδα δοξαστής ρηγάδων τροπαιοφόρων,
γυρνάει τις νύχτες προς εσέ να στάξει δάκρυα πύρινα
απάνου από τους τάφους των αυτοκρατόρων.
44
Χτυπήστε με και γδύστε με
και παραρίχτε με με τα σαρίδια·
όπου τα χέρια μου απλωθούνε, πλούσια θά βρουνε
προικιά για ντύματα και για στολίδια.
5('44) Παιζογελάτε τη γυμνότη σας,
κουρσεύοντας εμένα· τα ίδια
που ήτανε οι χιτώνες και οι πορφύρες μου,
απομεινάρια απάνου σας και αποξεσκίδια!
45
Πάρτε και φέρτε με ψηλά στα Καρπενήσια, και ύστερα
δώστε με στ’ απαλόπνοα της Κλείσοβας μαϊστράλια·
σ’ είχα αγαπήσει μια φορά, Βαράσοβα, της Ρούμελης
σας ονειρεύομαι, ω κορφές, και του Μοριά ακρογιάλια.
5('45) Λεβέντρα πλάση απάρθενη, χάρισ’ εσύ του ανήμπορου
μια δύναμη και μια ψυχή, μια γλώσσα, μια γοργάδα,
γυμνή όλη παραδώσου του, κι ας είναι το βλαστάρι σας
ένα τραγούδι υπέρσοφο σε μια καινούρια Ελλάδα!
46
Τον Πόνο σου εδώ πέρα μη τον παρατάς,
με μια φροντίδα μητρική ταξίδεψέ τον,
όπου ζωή, όπου όνειρο, στα μακρινά και στα ψηλά·
και πήγαινέ τον ύστερα και ριζοφύτεψέ τον
5('46) εκεί στη χώρα την κατάνακρη του αμίλητου·
στα μάτια του συμμάζωξε και θάψε τη φωνή του,
κι ανίσως δε βαστάξουνε τα μάτια του και κλείσουνε,
κλείσε κι εσύ τα μάτια σου και πέθανε μαζί του.
47
«Στης Κρητικής πορτοκαλιάς τον ίσκιο εγώ ο Κορνάρος
κορμί έδωκά σου και ψυχή που δεν τα παίρνει ο Χάρος,
απάνου στην κιθάρα μου την αηδονολαλούσα,
ω της κιθάρας όραμα βασιλικό, Αρετούσα!
5('47) Και ταίρι σου, τρισάξιο της ομορφιάς σου δώρο,
τον καβαλάρη σού έδωκα, το νικητή ασπροφόρο.
Και τώρα — κλάφτε με, βουνά και πέλαγα και δάση·
λατρεύω και ζηλοφτονώ το πλάσμα που έχω πλάσει!»
48
Όλοι κριτάδες μου, και κρίματα, όλα.
—Κεφάλι, τράβηξε στην καρμανιόλα!—
Πέφτει το σίδερο και ξαναπέφτει,
και δε σε χώρισε, φονιά και κλέφτη,
5('48) και πάλε υψώνεται· γιατί; λυπήσου·
και δε σε γλίτωσεν απ’ το κορμί σου,
και γγίζει, σκίζει σε και δεν πεθαίνεις.
—Δέσποινα, πρόφτασε. —Μη την προσμένεις!
49
«Σύρε ώς την άκρη της κορφής και στάσου κι άξιος γίνου,
σαν κατεβείς και σα σταθείς ξανά στους μαύρους τόπους,
να πεις τα λόγια του μεγάλου Ακραγαντίνου
προς του ανθρώπους:
5('49) «Χαίρετε, ζω μ’ εσάς θεός, άνθρωπος πια δεν είμαι!»
—«Αθώε! σ’ αυτά τα Τάρταρα γιά κοίτα πώς κρατεί με
στους λογισμούς ανάμεσα και στους καημούς αγνάντια
μιαν αλυσίδα από διαμάντια!»
50
Ανάγλυφα τρισεύγενα των τάφων,
χαροκαμένη αρχαία ψυχή, στην πλάκα
την Αθηναία γραφτή με το κοντύλι
του θείου αέρα,
5('50) δώστε μου εσείς τον Πόνο να τυλίξω
μες στο σεμνό της Αρμονίας χιτώνα,
και να κλείσω το δάκρυ του στου Μέτρου
το χρυσογυάλι.
51
Ο φτερωτός ωραίος Ύπνος, κι ο άλλος
ο φτερωτός ο Θάνατος ο ωραίος
σε πλεύρωσαν, και απλώνοντας τα χέρια,
σε αλαφροπήραν.
5('51) Στους δυο γαμπρούς με μια λαχτάρα, ω νύφη,
το παρθένο κορμί σου παραδίνεις,
και τίνος τα φιλιά τα πιο γλυκά είναι
δεν ξεχωρίζεις.
52
—Γραμματικέ, με το χαρτί και με το καλαμάρι,
εδώ απελάτες χάνονται και σφάζονται κουρσάροι
για το φιλί της Μαξιμώς και για τ’ ανάβλεμμά της.
—Ήρθα κι εγώ να σκοτωθώ και να χαθώ μπροστά της.
5('52) —Γραμματικέ, με το χαρτί και με το καλαμάρι,
τ’ ανήμπορο αίμα σου άδικα θα βρέξει το χορτάρι.
—Των άλλων το αίμα γίνεται νερό και αχνός και πάει·
κι απ’ το δικό μου θά βγει ανθός να τη μοσκοβολάει.
53
—Ποιός είναι αυτός, παιδάκι μου; —Μανούλα, ο αϊ-Δημήτρης.—
Κι ήσουν εσύ, Δεξίλεε, λεβέντη καβαλάρη,
αμάραντο ασπρολούλουδο της αθηναίας Τέχνης!
Και ήταν ο λόγος ο τρανός και αξέχαστος φερμένος
5('53) από τα σπλάχνα ενός λαού σ’ ενός παιδιού το στόμα.
Δεν είμαστε ούτε χριστιανοί, και ειδωλολάτρες ούτε.
Από σταυρούς κι από είδωλα να πλάσουμε ζητάμε
τη νέα ζωή που είν’ άγνωρον ακόμα τ’ όνομά της.
54
«—Μακαρισμένοι Υάκινθοι! Κάποια ομορφάδα αιθέρια
σας δίνουν πάντ’ απάνω σας του αρχαίου θεού τα χέρια,
κι είστε μια δροσοστάλαχτη τρεμουλιασμένη πούλια…»
«—Ζουμπούλια πες μας, φοβισμένε ποιητή, ζουμπούλια!
5('54) Ο νέος γαμπρός μάς άλλαξε το πατρικό όνομά μας,
έτσι μας κράζουν η Ζωή κι η Αγάπη ολόγυρά μας,
κι ο μέγας Ήλιος τ’ όνομα το νέο στη γλώσσα του έχει,
στην πρώτη αιώνια χάρη μας τα δώρα του σα βρέχει.»
55
Ειδύλλια ροδομάγουλα και μοσκοβολισμένα,
για σας δεν ήρθα στο χωριό. Χωριάτη, ήρθα για σένα·
το δέντρο αδρό που ρίζωσε στα βάθια της ψυχής σου
φέρνει λουλούδι ζωντανό στα χείλη σου το λόγο.
5('55) Κι ήρθα να πάρω απ’ το δεντρί, να κόψω απ’ το λουλούδι,
και να τα πάω στην άβροχη, στη ρημασμένη χώρα,
που πείνασε για πράσινο και δίψασε για δρόσος,
να γίνει δάσος η ζωή και η τέχνη περιβόλι.
56
Στη χώρα σε ταξίδευα πὄχει τ’ αθάνατο νερό,
κι έγερνες το κεφάλι σου στα πατρικά μου στήθια,
και ξάφνιζαν τα μάτια σου και σου χαϊδεύαν τα μαλλιά
με τα οπαλένια χέρια τους τα Παραμύθια.
5('56) Και τώρα που παράτησες τη σάρκα, κι είσαι ωραίο στοιχειό,
ήρθε κι εσέ η αράδα σου για να με ταξιδέψεις·
και τριγυρνάς με, οδηγητή, μέσα στ’ αστέρια του Όνειρου,
και με περνάς από τα τάρταρα της Σκέψης.
57
Στο δάσος έστησα του Πόθου όλα τα ξόβεργα,
κι έπιασα τα πιο γνώριμα πουλιά και τα πιο ξένα,
κι εκείνα που όλο κελαηδούν, και τα βουβά,
και τ’ άσπρα και τα κίτρινα και τα σμαλτοχυμένα,
5('57) κι όσα πικροδαγκώνουν, και τα πιο απαλά,
και τα πουλιά που σέρνονται σα λαβωμένα χάμου,
και τ’ άλλα με τ’ ανήσυχα πλατιά φτερά·
και σ’ άλλο δάσος τ’ άφησα· μες στην καρδιά μου.
58
Όμηροι, Αισχύλου, Ηράκλειτοι, θεία λόγια των Πλατώνων,
σκιάχτρα του ωραίου, ξόανα των άψυχων κανόνων,
στα χέρια του άσοφου σοφού, στου δάσκαλου τη γνώμη,
χυθείτε καβαλάρηδες, φανείτε πεζοδρόμοι.
5('58) Από την τέχνη στη ζωή, κι απ’ την ιδέα στην πλάση,
και πάλι ώς την κορφή του Νου το θάμα σας ας φτάσει
από τον ήχο του βουνού και απ’ του απλού τη γλώσσα·
τη σκέψη κάμετε Όλυμπο, την πράξη κάμετε Όσσα!
59
Ω λιγοστοί και ω διαλεχτοί κι αρίφνητοι αύριο ίσως!
Είναι μια Αλήθεια κάτου εδώ που τη χτυπάει το μίσος,
είν’ εδώ πέρα μια Ομορφιά που η καταφρόνια δένει,
και είν’ εδώ πέρα μια Αρετή δειλή και ντροπιασμένη.
5('59) Ω νέοι, ω πρωτοξύπνητοι στο φως, χαρές του Απρίλη,
από τους πράσινους κορμούς γίνοντ’ οι άσπροι στύλοι!
Στη χώρα εσείς οι λειτουργοί και οι λατρευτάδες είστε·
δε φτάνει· εμπρός! για τους θεούς, ω νέοι, και πολεμήστε!
60
Ω! η αγκαλιά που σας κρατάει, ν’ αγκομαχάει δεν παύει,
σας κάνει να σπαράζετε, να τρέμετε σας κάνει,
βάρκες του μόλου, του γιαλού βαρκούλες, ω βαρκούλες!
Κι εσείς οι βαριοφόρτωτες κι οι μισοσυντριμμένες,
5('60) κι εσείς φωλίτσες φτερωτές με τους ερωτεμένους,
αρχοντικές με τα κουπιά κι εσείς τα ελεφαντένια,
κι εσείς με τ’ άλικα πανιά, και μες στις ταξιδεύτρες
εσύ η μικρούλα, η φιστικιά, μοναχική, δεμένη…
|