Εις τον βαρύν τον ίσκιο σου, μαύρο μου κυπαρίσσι,
απόψε τα μεσάνυχτα θα νά ’λθει να καθίσει,
ένας πατέρας πὄχασεν όμορφη θυγατέρα.
Τηνε γυρεύει εδώ κι εκεί, τη νύχτα, την ημέρα,
5 και δεν τη βρίσκει ο δύστυχος. Όσους ρωτά του λένε
πως δεν την είδαν να διαβεί και τον θωρούν και κλαίνε.
Επήγε στην τριανταφυλλιά
εψές με το φεγγάρι.
Της λέει: —η φιλενάδα σου
10 μην ήλθ’ εδώ να πάρει
τα ρόδα σου να στολισθεί
στην εκκλησιά να πάει;…
Κι εκείνη τ’ απαντάει:
—Κάθε πρωί την έβλεπα
15 όμορφη σαν εμένα·
μου εμέτραε τα ρόδα μου,
κι αν έλειπε κανένα,
μ’ εμάλωνε και μὄλεγε
πως θα με παραιτήσει
20 και δε θα μ’ αγαπήσει.
Κι ενώ μ’ εμάλων’ έκοβε
τ’ άνθη μου τα δροσάτα
κι εστόλιζε τα στήθια της
τ’ άσπρα τα μυρωδάτα·
25 εκείνη μὄδιν’ ομορφιά,
εγώ την εντροπή μου,
λες κι ήταν αδελφή μου.
Πες μου, πατέρα, πες μου το,
μην είναι κακιωμένη
30 και σ’ έστειλε για να μου πει
πως τώρα κατεβαίνει;
Τρεις μέρες τηνε καρτερώ
με το φιλί στο στόμα
και δεν τη βλέπω ακόμα.
35 Πάει στο νυχτολούλουδο,
το βλέπει μαραμένο:
—Γιατί, λουλούδι μου, είσ’ αχνό
και παραπονεμένο·
δεν σὄφερ’ η Μαρία σου
40 νεράκι από τη βρύση
εψές να σε ποτίσει;…
—Τη νύχτα τα μεσάνυχτα
εκεί που καρτερούσα
νά ’λθει η Μαρία να με βρει
45 κι έστεκα κι αγρυπνούσα,
μέσα στο φως του φεγγαριού
μου φάνη πως την είδα
πὄφευγε σαν αχτίδα.
Κι ενώ κρυφομιλούσανε, ακούστηκε αποπέρα
50 φωνή που μοιρολόγαε κι έλεγε στον πατέρα:
—Την επεράσαν τέσσαροι
μες στ’ άνθη ξαπλωμένη·
ποιό μάτι δεν την έκλαψε
εκείθε που διαβαίνει!
55 Εμπρός επήγαιν’ ο σταυρός
οπίσω του οι παπάδες,
λιβάνια και λαμπάδες.
Την είδα, δύστυχε, κι εγώ
την είδα τη Μαρία
60 δίπλα στο ξυλοκρέβατο.
Δεν πας στην εκκλησία
να βρεις το νεκρολίβανο,
οπού καπνίζει ακόμα
στου τάφου της το χώμα;
65 Σύρε, πατέρα, να τη δεις
απόψ’ οι πεθαμένοι,
μεγάλη έχουνε γιορτή,
και βγαίνουν στολισμένοι
σαν νιόνυφοι απ’ τα μνήματα
70 με τ’ άσπρα σάβανά τους
να φαν τα κόλλυβά τους.
Σαν έλθουν τα μεσάνυχτα,
τ’ ορνίθι σαν λαλήσει,
σύρε και κλάψε μοναχός
75 σιμά στο κυπαρίσσι.
Σήμερο ψυχοσάββατο
θα ’λθεί στην αγκαλιά σου
να πάρει τα φιλιά σου.
Επήγε κι εκαρτέρεσε
80 πίσ’ από τ’ άγιο Βήμα.
Ήλθανε τα μεσάνυχτα…
Εσείστηκε το μνήμα.
Βγαίν’ η Μαρία ολόλευκη,
κι εκεί που τον εφίλει
85 ανάμεσα στα χείλη:
—Πατέρα μου, του λέει, γλυκέ,
γιά ιδές πώς είμαι κρύα!
Αν είν’ αλήθεια π’ αγαπάς
τη μαύρη τη Μαρία,
90 έλα μ’ εμέ στον τάφο μου,
σκιάζομαι το σκοτάδι
μονάχη μου στον Άδη.
Το σάβανό μου είναι πλατύ.
Γιά ιδές το… μας σκεπάζει…
95 Έλα να πάμε… κοίταξε,
σχεδόν γλυκοχαράζει…
Τρέμω… κρυώνω… πάρε με…
Είμαι μικρή η καημένη
να μείν’ ορφανεμένη.
100 Αγάλια… αγάλια… ακλούθα με·
πατέρα, μη βαρέσεις…
Είναι τα μνήματ’ ανοιχτά,
βάστα με μη μου πέσεις.
Θυμάσαι πώς μ’ εχάιδευες
105 και πώς με τραγουδούσες
όταν μ’ αποκοιμούσες;
Πατέρα μου, πατείς βαριά…
Πιάσου απ’ το σάβανό μου…
Τραβήξου ολίγο… εσκόνταψες
110 επάνω στο σταυρό μου…
Εφθάσαμε… καρτέρεσε
να κατεβώ να στρώσω,
σεντόνι να σ’ απλώσω.
Δώσ’ μου το χέρι σου… Έλα δω…
115 Πατέρα μου, αχνίζεις!…
Τα μάτια σου θολώνουνε…
Γιατί να με φοβίζεις;
Πάμε στο κρεβατάκι μου
να σε γεροκομήσω,
120 δε θέλω να σ’ αφήσω.
Γιά ιδές κρεβάτι όμορφο!
Επήρ’ απ’ τα μαλλιά μου
τα ρόδα που μου βάλανε
απ’ την τριανταφυλλιά μου.
125 Τα μάδησα, τα σκόρπισα
επάνω στο σεντόνι,
που είν’ άσπρο σαν το χιόνι.
Πατέρα μου, τί καρτερείς;
Τί στέκεσαι στην άκρη;…
130 Πατέρα μου, δεν μ’ αγαπάς!…
Σφόγγισ’ αυτό το δάκρυ…
Άλλοι θα κλάψουνε για μας…
Κι εμείς δεν τους ακούμε…
Έλα να κοιμηθούμε.
135 —Κι η μάνα σου, Μαρία μου,
κι η μάνα σου η καημένη
χωρίς εμέ, χωρίς εσέ
η δύστυχη πού μένει;…
Μην κλαις, παιδί μου… γλήγορα
140 φεύγει, πετά η ζωή μου…
Σύρε με την ευχή μου.
Μαρία μου, ένα φιλί,
ένα φιλάκι ακόμα…
Μοσχοβολάει, ψυχούλα μου,
145 τ’ αθώο σου το στόμα…
Καρτέρεσε, Μαρία μου,
άφες με να χορτάσω,
σε λίγο θα σε χάσω.
Κι εκεί οπού την έσφιγγε, κι εκεί που την εφίλει
150 την έχασ’ απ’ τον κόρφο του, τὄφυγε από τα χείλη.
Λαλεί τ’ ορνίθι της αυγής και θαμποφέγγ’ η μέρα,
κλάψτε τη νια την όμορφη, κλάψτε και τον πατέρα!
|