Σ’ ένα κοντρί θεόχτιστο κάθεται διπλοπόδι
ένας γερο-παλίκαρος, ο Κίτσος ο Σουλιώτης.
Έχει την τρίχα κάτασπρη σαν την κορφή του Πίνδου.
Πόσες αντάρες και χιονιές τ’ ασπρίσαν το κεφάλι!
5 Με το ’να χέρι εχάιδευεν ολόχρυσα πιστόλια,
με τ’ άλλο χέρι του έστριφεν άσπρο, μακρύ μουστάκι.
Εμπρός στη φουστανέλα του κοίτεται ξαπλωμένο
ένα μιλιόνι ξακουστό, π’ άστραφτε σαν αστέρι.
Σαν όχεντρα φαρμακερή, που καρτερεί να κρούξει,
10 έδειχνε το κεφάλι του το δαμασκί σπαθί του,
κουλουριασμένο κι άγρυπνο κρυμμένο στη φλοκάτη.
Ωχ! να ’μουνα μες στην καρδιά του Κίτσου του Σουλιώτη,
να μέτραγα τους χτύπους της, να ’νιωθα τη λαχτάρα!
Τα μάτια του κατάμαυρα, στην Κιάφα καρφωμένα,
15 βράζουνε μες στο δάκρυ τους και στάζουνε φαρμάκι.
Εκοίταζε κι εκοίταζε! Το αίμ’ απ’ την καρδιά του
σαν άγριο κύμα χύνεται, τα στήθια του πλακώνει.
Εφούσκωσαν οι φλέβες του σα φίδια στο λαιμό του,
και λες θα τονε πνίξουνε. Μεμιάς αναστενάζει…
20 Τί στεναγμός ήταν εκειός· ξυπνά και πεθαμένους!
Ένα γεράκι διάβαινε ψηλά ψηλά στ’ αγέρι
και σταματάει το φτερό και κάθεται μπροστά του.
—Κίτσο Σουλιώτη, εδιάβαινα, επήγαινα στη Δύση,
και σ’ άκουσα που στέναξες κι ήλθα να σε ρωτήσω.
25 Πες μου και συ τον πόνο σου, πες μου τη δυστυχιά σου.
Πουλί δεν είμαι της χαράς, είμαι πουλί θανάτου.
—Πέτα, γεράκι, διάβαινε. Εσύ ψηλά στα γνέφη
έχεις φτερά την αστραπή, φωλιά τ’ αστροπελέκι,
και δε γνωρίζεις σίδερα και δε φοβάσαι αφέντη.
30 Πέτα, γεράκι, διάβαινε, κι αν πας πέρα στη Δύση,
και δεν σου κόψουν τα φτερά και κόψουνε τα νύχια,
πες τους πως μ’ ήβρες μοναχό που κοίταζα το Σούλι,
που κοίταζα τη στάχτη του κι έκλαιγα την ερμιά του.
—Οι πεθαμένοι θα σκωθούν στην άλλη παρουσία,
35 τώρα γυρεύω ζωντανούς. Τρέχα, Σουλιώτη, τρέχα.
Η μάνα μας εξύπνησεν απ’ τον βαθύν τον ύπνο
και μέσ’ από το μνήμα της φωνάζει στα παιδιά της
το χέρι να της δώσουνε την πλάκα να σηκώσει.
Πέταξε, ανέβα στα βουνά, ν’ ακουρμαστείς, ν’ ακούσεις,
40 να ιδείς τη νεκρανάσταση, να ζεσταθεί η καρδιά σου.
—Έχεις ανθρώπινη λαλιά και δε μου λες ποιός είσαι;
—Κίτσο Σουλιώτη, πίστεψε, είμ’ η ψυχή του Ρήγα.
—Η Δύση σε παράδωκε και συ στη Δύση τρέχεις;
—Σα ιδεί πώς με σταυρώσανε κι η Δύση θα πιστέψει.
45 Χτυπάει, ανοίγει τα φτερά, χάνεται το γεράκι.
Εμπήκε μες στα σύγνεφα, διαβαίν’ από την Πάργα
και χαμηλώνει το φτερό να ιδεί τη σταύρωσή της.
Την είδε κι ανατρίχιασε, εσπάραξ’ η καρδιά του!
Το φονικό τ’ ανέλπιστο του τὄχαν μαρτυρήσει
50 κι εκείνος δεν το πίστεψε κι ήλθε να ιδεί το μνήμα.
Αρπάζει μες στα νύχια του της κιτριάς τα φύλλα
τ’ αγκάλιασε σαν ορφανά, σαν τα παιδιά της Πάργας,
κι επήγανε στην ξενιτιά να κλάψουν τον καημό τους.
Σουλιώτη, μη τους καρτερείς. Ποιός ξέρ’ αν θα γυρίσουν.
55 Σύρε στη μαύρη μάνα σου, σύρε και συ να δώσεις
τ’ ανδρεία σου γεράματα, το έρμο σου κουφάρι
και πέσε ν’ αποκοιμηθείς. Θ’ αναστηθεί το Σούλι!
|