Τώρα π’ αρχίζουν τα βουνά να ντύνονται με χιόνι
και του βοριά το βογκητό στο σπίτι μάς μαζώνει,
και χάνοντας τον ήλιο της η μυγδαλιά η καημένη
πετάει τα νυφιάτικα και πέφτει και πεθαίνει,
5 και φτάνουν οι απόκριες και τα μυαλά μας κλέβουν
κι η προσωπίδα κι ο χορός κι ο έρως συντροφεύουν,
και κλαίμε τις καρδούλες μας, τα πόδια, τα πουγκιά μας,
τώρα μας κράζ’ η φτωχική και ολόζεστη γωνιά μας.
Έλα, χρυσή αδελφούλα μου, με δύο σου λογάκια
10 να λησμονήσω και γιορτές και κρύο και φαρμάκια,
να σκορπισθεί τριγύρω μας καλοκαιριά η χαρά μας
και ουρανό ν’ απλώσουμε γαλάζιο τα όνειρά μας.
Γύρω μας όλοι χαίρονται και τρέχουν κι αποκρεύουν
κι οι έγνοιες οπού τριγυρνούν παντού και βασιλεύουν
15 είν’ ένα σπίτι ολόφωτο με κόσμο και βοή
και με μια κόρη ακούραστη χορός ώς το πρωί·
κι όλος ο κόσμος κι οι χαρές κι οι λύπες κι οι φροντίδες
κρύβονται μες στα δομινά και μες στις προσωπίδες.
Δε θέλω ν’ ανοιχθεί γι’ αυτά το στόμα το δικό σου·
20 εγώ μπροστά στη χάρη σου, μπροστά στο πρόσωπό σου
πάντα ξεχνώ κάθε χαρά, και κάθε πανηγύρι…
Αν θέλεις της καρδούλας μου να κάμεις το χατίρι
πὄχει μ’ εσέ παιδιάτικους καημούς και καλοσύνη,
το παραμύθι να μου πεις με τη βασιλοπούλα
25 που σ’ άκουε και μ’ ανοιχτό το στόμα είχε μείνει
προχθές, σαν το πρωτόλεγες, η νια σου η αδερφούλα.
Ήταν της Ηλιογέννητης που μια Λαμπρή εγεννήθη,
κι είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη,
που η κακή της αδερφή μια δίσεχτην ημέρα,
30 καθώς την αποκοίμισε γλυκά στα γόνατά της,
της έμπηξε χρυσό καρφί
στου κεφαλιού της την κορφή
κι η κόρη έγινεν έξαφνα χιονάτη περιστέρα,
κι επέταξε στου βασιλιά το παραθύρι αγνάντια,
35 κι επέφταν τριαντάφυλλα με το κελάδημά της,
κι απ’ το κορμί της έπεφταν αντί φτερά διαμάντια…
Θα το ακούσω ήσυχος με μάτια στυλωμένα,
γιατ’ είν’ ωραίο να γενώ πάλι παιδί από σένα!
Βρύσες μ’ αθάνατο νερό και με φτερούγες άτια,
40 δρακόντοι, βασιλόπουλα, πεντάμορφες, παλάτια,
κρυφό μεθύσι στη ζεστή θα χύσουν κάμαρά μας·
κι η φλόγα η σπιθόβολη που βγαίνει απ’ τη γωνιά μας
θα μας φανεί στα μάτια μας τα μισονυσταγμένα
καμιά Νεράιδα σπλαχνική με ρούχα αστροσπαρμένα
45 που ήρθε για σε, να της ειπείς τί θέλεις, και να γένει.
Για σε που τόσο είσαι καλή, και τόσο αδικημένη…
Κι εγώ που τώρ’ από καιρό έχω καημό περίσσο
σ’ ένα τραγούδι γελαστό να γλυκοτραγουδήσω
αυτά τα ωραία ψέματα π’ ανθούν στα παραμύθια,
50 αφού τραγούδια θλιβερά μου έδωκε η αλήθεια,—
το κάθε σου γλυκόλογο που θα χτυπά τ’ αφτιά μου
σ’ ένα στιχάκι φτερωτό θα βγαίνει απ’ την καρδιά μου,
—λευκός αφρός του κύματος που σπάει στ’ ακρογιάλι.—
Κι αγάλια αγάλια στο ξανθό τριγύρω σου κεφάλι
55 θε να πετούνε άτακτα, θαμπά, μιοσοπλασμένα,
θα τ’ αντικρίζ’ όλα μαζί, και πάλι ένα ένα
θα φαίνουνται, θα λάμπουνε, θα σβήνουν τραγουδάκια
σαν πεταλούδες πλουμιστά, γλυκά σαν τα λακκάκια
σε δυο δροσάτα μάγουλα που ξέρω· τα γνωρίζεις…
60 —Τί πονηρά χαμογελάς, και —τάχα— κοκκινίζεις;
Φεβρουάριος 1881
|