I
Καλοσύνη δε γνώρισα! Παιδάκι
δεν άπλωσε κανείς να με χαϊδέψει,
να με πάρει αγκαλιά να με φιλήσει.
Το στερνοπαίδι εγώ και τ’ αποσπόρι,
5 με διώχναν όλοι κι όλοι με χτυπούσαν!
Δε μ’ έλεγε κανείς με τ’ όνομά μου.
«Αυτός» και «μπρε» και «σουτ εσύ! Δεν είσαι
παιδί μας! Σ’ αγοράσαμε από μαύρην
κατσιβέλα μισό τσουβάλι πίτουρα!»
10 Το πίστευα και ζάρωνα στην κόχη.
Μάζεμα εγώ και ξένος, δεν κοτούσα
να παίζω, να γυρεύω — ούτε να κλάψω.
Μα κι όταν φανερώθηκε το ψέμα,
πάλι απόμεινα μάζεμα και ξένος!
15 Πότε θα μεγαλώσω, για να φύγω! …
Από πατέρα ορφάνεψα μωρό
κι ο πρώτος αδερφός και πρώτο μίσος,
μαύρα γυαλιά κι αμίλητος, με πείσμα
με κοπανούσε ολημερίς να στρώσω!
20 Και νύχτα με ξυπνούσε να με δείρει.
Μιαν τρίτ’ ή τέταρτη άνοιξη ξεπόρτισα.
Ω τί μεγάλος που ’ναι ο κόσμος έξω!
Χίλιες φορές πιο λαμπερός ο ήλιος!
Τα χελιδόνια χαμηλοπετούσαν
25 άφοβα ολόγυρά μου — εγώ φοβόμουν!
Να ’χα κι εγώ φτερά για να πετάξω
τ’ αψήλου, όσο μακρύτερ’ αποδώθες! …
Λίγο παρέξω καταπράσινη άπλα.
Πρωτόβλεπα χωράφια φυτρωμένα.
30 Κυνηγημέν’ απ’ τον αγέρα τρέχαν
τα στάχυ’ απανωτά. Τόση ομορφιά
δε βάσταξα και κάθισα να κλαίω.
II
Κυριακάδες, Χριστού και Πάσκα η μάνα
στην εκκλησιά με τράβαγε ν’ αγιάσω,
35 νηστικόν αξημέρωτα, γι’ αντίδερο.
Ώρες στο πόδι, κούραση και πείνα
και δε νογούσα τίποτ’ απ’ τα «γράμματα»!
Κι άμα ο παπάς εσκόλναε, προσκυνούσα
στο εικονοστάσι αράδα τις εικόνες…
40 κι όξω με καρτερούσε ο Πειρασμός,
λαχταριστά κουλούρι’ αφράτα, λόφοι.
Όλα τα καλοπαίδια μασουλούσαν
κι ο αγέρας μοσκοβόλαγε σουσάμι.
Κοντοστεκόμουν κλαίοντας! —«Πάρε μου ένα!»
45 —«Περπάτα!» και μου τράνταξε το χέρι.
Να μην κακομαθαίνουν οι φτωχοί!…
Μεγάλωσα νωρίς και ξενιτεύτηκα.
Με τους δικούς μου εξήντα χρόνια ώς τώρα
ούτε γραφή ούτε μήνυμα! Κι ωστόσο
50 τους κουβαλούσα μέσα μου όπου πάγαινα:
κουβαλούσα τον άμοιρο εαυτό μου…
Πουθενά δεν μπορούσα να ριζώσω.
Ξένος παντού και μάζεμα. Γυναίκες;
Αληθινές! Μα ο χωρισμός φαρμάκι.
55 Με τον καιρό συχωρεθήκαν όλ’ οι
ξενοδικοί. Αργοπόρησα, σειρά μου!
Μα όσο βαθιά και να με κατεβάσουν
τα σκοινιά, θα κατέβουν κι οι κακίες,
δικές μου κι αλλωνών… Μα το κουλούρι
60 θα με βαραίνει πρώτο σα μυλόπετρα,
πιότερο κι απ’ του τάφου μου την πλάκα
(αν έχω πλάκα, μα κι αν έχω τάφο
κι αν δε με διώξουν οι νεκροί.) Χωρίς
αγάπη κανενός ανθρώπου ή σκύλου.
65 Κι αν έζησα ή δεν έζησα, καμιά
διαφορά στον Απάνου ή Κάτου Κόσμο.
Μα κάλλιο να μην είχα γεννηθεί,
για να μην είχα κι αποθάνει απόψε!
Και μακάρι, όσο να ’χω αδικηθεί,
70 εγώ να μην αδίκησ’ άθελά μου!…
Και σαν ζυγιάζει ο διάολος την ψυχή μου
με ψεύτικη παλάντζα να με κλέψει,
—«Σταμάτα, βλάμη! Κι είμαι παραπάνου
παρ’ όσο θες αμαρτωλός και φταίχτης»!
|