Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1863-1933)
© (Ατελών ποιημάτων)
Ρενάτα Λαβανίνι, Εκδ. Ίκαρος
Αρχείο Καβάφη (Ίδρυμα Ωνάση)
Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ
Μπήκε στο καφενείο όπου επήγαιναν μαζί.— Ο φίλος του εδώ προ τριώ μηνών του είπε· «Δεν έχουμε πεντάρα. Δυο πάμπτωχα παιδιά είμεθα — ξεπεσμένοι στα κέντρα τα φθηνά. Σ’ το λέγω φανερά, με σένα δεν μπορώ να περπατώ. Ένας άλλος, μάθε το, με ζητεί.» Ο άλλος τού είχε τάξει δυο φορεσιές, και κάτι μεταξωτά μαντίλια.— Για να τον ξαναπάρει εχάλασε τον κόσμο, και βρήκε είκοσι λίρες. Ήλθε ξανά μαζί του για τες είκοσι λίρες· μα και, κοντά σ’ αυτές, για την παλιά φιλία, για την παλιάν αγάπη, για το βαθύ αίσθημά των.— Ο «άλλος» ήταν ψεύτης, παλιόπαιδο σωστό· μια φορεσιά μονάχα τού είχε κάμει, και με το στανιό και τούτην, με χίλια παρακάλια. Μα τώρα πια δεν θέλει μήτε τες φορεσιές, και μήτε διόλου τα μεταξωτά μαντίλια, και μήτε είκοσι λίρες, και μήτε είκοσι γρόσια. Την Κυριακή τον θάψαν, στες δέκα το πρωί. Την Κυριακή τον θάψαν: πάει εβδομάς σχεδόν. Στην πτωχική του κάσα τού έβαλε λουλούδια, ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ στην εμορφιά του και στα είκοσι δυο του χρόνια. Όταν το βράδυ επήγεν — έτυχε μια δουλειά, μια ανάγκη του ψωμιού του — στο καφενείον όπου επήγαιναν μαζί: μαχαίρι στην καρδιά του το μαύρο καφενείο όπου επήγαιναν μαζί. [1929*]
|